Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώγειο [anóyio] το, (sp. also ανώγιο) (L)
- upper floor (of a two-story building) (syn ανώγι, ant κατώγι):
- το ισόγειο του κτιρίου χρησίμευε για φυλακές και στο ~ έμενε η φρουρά (Varelas) |
- στο Mυστρά η οικογένεια περνούσε τη ζωή της στο ~ ενώ το κατώγι, δηλαδή το ισόγειο, ήταν αποθήκη ή στάβλος (MChatzidakis)
[fr kath ανώγειον ← postmed (Somavera) ← MG (Kriaras) ← K (pap)]
- upper floor (of a two-story building) (syn ανώγι, ant κατώγι):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανώγειον το,
- βλ. ανώγαιον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανώγειος -α -ο [anójios] Ε6 : για κατασκευή που βρίσκεται επάνω από το ισόγειο, συνήθ. ως ουσ. το ανώγειο, στα αστικά κυρίως σπίτια, το υπερυψωμένο ισόγειο.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. ἀνώγειον τό (αρχ. ἀνώγαιον)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώγειος, -α, -ο [anóyios] (L)
- being above the ground or main floor:
- ανώγεια αίθουσα |
- το κτίριο είχε και ανώγειο πάτωμα
[fr kath (neol) ανώγειος, der of ανώγειον or cpd of άνω & combin form -γειος; cf επί-, ισό-, υπέρ-, υπό-γειος]
- being above the ground or main floor: