Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανόσιος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ανόσιος, επίθ.
  • Ξεπεσμένος, που βρίσκεται σε κατάπτωση:
    • αλίμονον στο γένος των Ρωμαίων, πώς έγινεν ανόσιον και καταφρονεμένον! (Iστ. Bλαχ. 2360).

[αρχ. επίθ. ανόσιος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανόσιος -α -ο [anósios] Ε6 : (για πρόσ., πράξη, λόγο κτλ.) που παραβαίνει τους ηθικούς νόμους προκαλώντας έτσι απέχθεια· εξαιρετικά ανήθικος, βδελυρός: ~ τοκογλύφος. Aνόσιες πράξεις, ανίερες. Aνόσιο έγκλη μα. ανόσια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀνόσιος `ανίερος΄ σημδ. γαλλ. impie]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανόσιος1 [anósios] ο, (L)
  • impious, unholy man (ant ο όσιος):
    • οι ανόσιοι, οι αμετανόητοι, οι αδιάλλακτοι κλ κυριαρχούν μέσα σ' αυτήν την κοινωνία (Vacalop) |
    • παιδάκι μου, σε σκότωσαν οι ανόσιοι! (Karagatsis) |
    • ένας θεοσεβής άνθρωπος .. δεν θα γελασθεί ποτέ ολωσδιόλου στην κρίση του για τους ανόσιους (Theodorakop transl of Plato's 7th epistle) |
    • όχι, ω Θεέ μου, δεν είναι δυνατό να καταδικάσεις, σε τιμωρία προορισμένη για ανόσιους, αυτούς τους πιστούς που με πόνο έρχονται εδώ να σε προσκυνήσουν (ThAthanasiadis-N transl of Scrofani) |
    • poem τότε ο Παιήονας, απιθώνοντας πα στην πληγή βοτάνια | μαλαχτικά, μεμιάς τον έγιανε· θνητός μαθές δεν ήταν | ο ~, ο άσεβος! που χαίρουνταν δουλειές κακές να κάνει (Homer Il 5.403 Kaz-Kakr)

[substantiv. m of MG, PatrG (5th c.) ἀνόσιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανόσιος2, -α, -ο [anósios] (L)
  • ① unholy, godless, wicked, vile (syn ανίερος, ant ιερός, όσιος):
    • εξεγείρονται και σε αποκαλούν βέβηλο, ανευλαβή, ανόσιο (Papanoutsos) |
    • συ, μερμήγκι της γης, .. σκύβε μπροστά στο άφατο μεγαλείο Tου! ανόσιε! (Karagatsis) |
    • ο πολεμιστής απωθεί τους ανόσιους συμβούλους (Palaiologos) |
    • poem ανασκουμπώθηκεν ο ~ Iουλιανός, | νεύριασε και ξεφώνιζε |
    • σηκώστε, μεταφέρτε τον (Kavafis) |
    • ανόσια γενιά, φυλή
  • ② unholy, vile, sacrilegious, wicked (syn αποτρόπαιος, βδελυρός, βέβηλος):
    • είναι ανόσιο ν' αποδοκιμάζει κανείς το θείο νόμο (Papanoutsos) |
    • να βιάσει κανείς πατέρα ή μάνα το θεωρώ ανόσιο (Theodorakop transl of Plato's 7th epistle) |
    • η αγωνία που διατρέχει το ποίημα είναι ακατανόητη και μάλιστα ανόσια για την εθνική ψυχή (Prevelakis) |
    • ανόσια επίθεση και προσβολή |
    • ανόσια πράξη |
    • αδίστακτοι για τις πιο ανόσιες κ' επικίνδυνες πράξεις (Charis) |
    • poem κακόμοιρα ανθρωπάκια, που τολμάτε | πράξη τρελή να κάμετε κι ανόσια (Stavrou Ar) |
    • | τον εγκατέλειψαν τον Iησού ανυπεράσπιστο κατά την ανόσια δίκη (MNikolaidis) |
    • ~ γάμος |
    • ο ~ έρωτας της μοναχής |
    • τέτοιους πόθους ανόσιους έκρυβε στα τρίσβαθά της η ψυχή του Kωστακαρέα (Theotokas) |
    • ~ αγώνας |
    • ο πιο σκληρός και ~ πόλεμος (Myriv) |
    • άστραψε στο νου μου ο ~ (μπορεί ο τρισάγιος) στοχασμός πως θα 'ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης (Kazantz) |
    • ο Γαβριήλ μάντευε κάθε φορά την ανόσια σκέψη και του ορκιζόταν (Plaskovitis) |
    • δεν θεωρεί ανόσια την πρόθεσή του να γίνει άξιος των μυστικών της (Papanoutsos) |
    • τ' ανόσια λόγια the impious words |
    • τα ανόσια έργα των μνηστήρων της Πηνελόπης |
    • δεν έγινε κοινωνός στα ανόσια έργα των |
    • δεν διαπράττομε το ανόσιο έργο να προσπαθούμε να προσωποποιήσομε το Θεό, για να τον πλησιάσομε στον άνθρωπο (Tsatsos) |
    • poem και μήτε σ' έργο ανόσιο λάθεψα ποτέ μου ούτε σε λόγο (Kazantz Od 21.1186) |
    • | ανόσιο έγκλημα sacrilege (syn ανοσιούργημα) |
    • είδα ένα ανόσιο όνειρο |
    • βλέπουμε με τα μάτια μας τα πιο ανόσια, τα πιο λυπητερά πράματα (Petsalis) |
    • έπεφταν συνθήματα που ήταν ανόσια και ανίερα για τους χριστιανούς τους αρχαίους (Panagiotop)

[fr MG ανόσιος, PatrG (5th c.) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες