Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπεράσπιστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυπεράσπιστος -η -ο [aniperáspistos] Ε5 : 1.που έχει μείνει χωρίς βοήθεια, υποστήριξη ή συνηγορία: Mετά την υποχώρηση του στρατού η πόλη έμεινε ανυπεράσπιστη. Παιδιά μόνα κι ανυπεράσπιστα. Tον άφησε ανυπεράσπιστο στο δικαστήριο. || Mια τόσο ανοιχτή πεδιάδα είναι ανυπεράσπιστη, δεν μπορούν να την προστατέψουν από εχθρική επίθεση. 2. που έχει ανάγκη προστασίας: Tα βρέφη, οι ανάπηροι και οι γέροι είναι ανυπεράσπιστα πλάσματα. ανυπεράσπιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) υπερασπισ- (υπερασπίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπεράσπιστος1 [aniperáspistos] ο, (L)
  • defenseless or helpless person:
    • πάντα θα υπάρχει ο οπλισμένος κι ο άοπλος, ο προνομιούχος κι ο ~, ο αφέντης κι ο δούλος (Xenop, adapted) |
    • πολλά εγκλήματα και αδικήματα γίνονται εις βάρος των αδυνάτων κι ανυπεράσπιστων (Kolyva)

[substantiv. m of ανυπεράσπιστος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπεράσπιστος2, -η, -ο [aniperáspistos] (L)
  • ① lacking defenses (physical, moral etc), undefended, unprotected:
    • ~πύργος |
    • οι φίλοι του εγκατέλειψαν τον δείνα ανυπεράσπιστο |
    • η κυβέρνηση δεν θ' αφήσει ανυπεράσπιστα τα ζωτικά συμφέροντα του κράτους |
    • πανικός έπιασε τους άοπλους κι ανυπεράσπιστους ανθρώπους, μόλις μπήκε ο εχθρός στην πόλη (Melas) |
    • είναι να θαυμάζεις πώς κατάφερε μια τόσο ανυπεράσπιστη πόλη (sc το Mεσολόγγι) να αντισταθεί σε δύο πολιορκίες (ChZalokostas) |
    • ο Δάντης αφέθηκε ~ σ' όλους τους ανέμους που φυσούσαν στα σταυροδρόμια του κόσμου του πνεύματος (Panagiotop)
  • ② unresisting, meek:
    • το πάθος είναι δυνάστης και ο άνθρωπος του παραδίνεται ~ (Chourmouzios) |
    • poem αδύνατες αγέλες περνάτε, ανυπεράσπιστες, | από ένα ζυγό βαρύ σ' ένα ζυγό απάνθρωπο (Karyotakis)
  • ③ helpless, defenseless:
    • ~ γέροντας |
    • ανυπεράσπιστη γυναίκα |
    • η ανυπεράσπιστη πλειονότητα |
    • αθώα, ανυπεράσπιστα αγρίμια |
    • η μοίρα του ανυπεράσπιστου ατόμου |
    • στο δημόσιο βίο ο υπάλληλος είναι ανίσχυρος κι ~ |
    • ο άνθρωπος, ~ αλλά και αδέσμευτος, διατηρεί μέσα του τη δίψα του αυτεξούσιου (Panagiotop) |
    • οι άνθρωποι είναι γεμάτοι ατέλειες και από την άποψη αυτή αποτελούν τα πιο ανυπεράσπιστα θύματα στα χέρια ενός συγγραφέα (Sachinis) |
    • poem μια σάρκα τώρα ποταπή, το πνεύμα του χαμένο, | ανυπεράσπιστο, χωρίς πνοή, | εις το μεγάλο Tίποτε επιστραμένο απ' την ζωή (Kavafis) |
    • .. τι σημαίνει | να 'σαι άνθρωπος |
    • .. κάτι | περίεργα ανυπεράσπιστο μπροστά στο μέγεθός του το ίδιο (Diktaios)

[fr kath (neol Koumanoudis) ανυπεράσπιστος, cpd w. *υπερασπιστός (neol: Koumanoudis) ανυπεράσπιστος, cpd w. *υπερασπιστός (: υπερασπίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες