Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπαρξία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυπαρξία η [aniparksía] Ο25 : η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κτ. που δεν υπάρχει. 1. πλήρης έλλειψη ή ανεπάρκεια, απουσία. ANT ύπαρξη: H κατηγορία κατέρρευσε λόγω ανυπαρξίας αποδεικτικών στοιχείων. H ~ σύγχρονου εξοπλισμού στα νοσοκομεία. ~ κρατικού ελέγχου / κρατικής μέριμνας. 2. το να μην έχει υπάρξει ή το να μην υπάρχει κάποιος ή κτ., το να μην έχει λάβει υπόσταση: Οι άθεοι πιστεύουν ότι ο άνθρωπος έρχεται από την ~ και γυρίζει σ΄ αυτήν. H ~ του Θεού δεν αποδεικνύεται. ANT ύπαρξη.

[λόγ. < ελνστ. ἀνυπαρξία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπαρξία [aniparksía] η, (L)
  • ① quality or state of being nothing, nothingness, nonexistence:
    • η ζωή αρνείται την ~ |
    • τ' αστέρια έσβησαν σε πρόσκαιρη ~ |
    • ο καλλιτέχνης έχει τη δύναμη να φέρει κάτι από την ~ στην ύπαρξη |
    • ο υπαρξισμός θα μπορούσε να ονομασθεί και φιλοσοφία της ανυπαρξίας (Kanellop) |
    • πέρα από το Nείλο απλώνεται η έρημος, το βασίλειο της δίψας και της ανυπαρξίας (Ouranis) |
    • poem σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτή τη γη, | σα να μένουμε ακόμη στην ~ (Karyotakis) |
    • ζωή, ένα τραύμα στην ~ (Ritsos)
  • ② lack, absence (near-syn απουσία, έλλειψη):
    • ~ εμπορικού ναυτικού, κοινωνικής ζωής, μέσων συγκοινωνίας, οικονομικού προγράμματος |
    • ~ θείου νόμου |
    • η περίπου ~αξιόμαχου στόλου |
    • ουσιαστική ~ κυβερνήσεως |
    • με την ~οιασδήποτε πολιτικής η κυβέρνηση διηύρυνε το άνοιγμα στο έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών (Angelop, adapted)
  • ③ nonexistence (of a concept, a mental construct etc):
    • η Παρμενίδεια αρχή της ανυπαρξίας του μη όντος |
    • ο βουδισμός πιστεύει στην ~ του ανθρώπινου ατόμου ως προσωπικού εγώ (Papanoutsos) |
    • την ακουσιότητα του κακού από την ~ του ένα βήμα μόνο τη χωρίζει (id.)

[fr kath ανυπαρξία ← PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες