Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιτίθεμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιτίθεμαι [anditíθeme] Ρ αντιτίθεσαι, αντιτίθεται, αντιτιθέμεθα, αντιτίθεστε, αντιτίθενται, πρτ. γ' πρόσ. αντετίθετο, αντετίθεντο, αόρ. αντιτέθηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) αντετέθη, αντετέθησαν, απαρέμφ. αντιτεθεί : (λόγ.) α. έχω αντίθετη άποψη, διαφωνώ με κτ.: H Εκκλησία αντιτίθεται σε αποφάσεις που τις θεωρεί αντικανονικές. Ο αρμόδιος υπουργός αντιτίθεται στην τροποποίηση του νομοσχεδίου. β. για κτ. που έρχεται σε αντίθεση με κτ. άλλο: Aκολουθεί μια τακτική που αντιτίθεται στο πνεύμα του εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης. Yπάρχουν πολλά αντιτιθέμενα συμφέροντα που εμποδίζουν την εφαρμογή του σχεδίου των απαλλοτριώσεων.

[λόγ. < αρχ. ἀντιτίθεμαι `τοποθετούμαι αντίθετα΄ & σημδ. γαλλ. s΄opposer]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιτίθεμαι [anditíθeme] αντιτιθέμεθα, L)
  • ① be the antithesis or the opposite of, be contrasted or opposed to:
    • οι ακραίες θέσεις αντιτίθενται ριζικά |
    • ο δον Kιχώτης και ο Πάντσα δεν αντιτίθενται, μα αλληλοσυμπληρώνονται |
    • στη λεπτομέρεια της τέχνης του χρυσικού αντιτίθεται η ανεπίγνωτη δημιουργία του ποιητή (Chatzinis) |
    • η θρησκεία του λόγου και η θρησκεία του συναισθήματος αντιτίθενται με αδιαλλαξία (Papanoutsos) |
    • ο άμεσος και ευτυχής νόστος του Nέστορα αντιτίθεται στον μακρόχρονο και περιπλάνητο νόστο του Oδυσσέα (Maronitis)
  • ② be opposed to, be against, oppose, object, resist (syn αντιτάσσομαι in αντιτάσσω 3b):
    • πολλοί αντιτίθενται στα πυρηνικά εργοστάσια |
    • τα συμφέροντα του κεφαλαίου αντιτίθενται στα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας |
    • ο Έγελος αντιτίθεται ριζικά στην ηθικολογική αντίληψη της ιστορίας (Theodorakop) |
    • θαυμάζουμε τον Aλαίν παρ' όλο που αντιτιθέμεθα στην αντιποιητικότητα της μελέτης του (Papatsonis)

[fr kath αντιτίθεμαι ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες