Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικοινωνικός -ή -ό [andikinonikós] Ε1 : 1α.που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς την κοινωνία ή τους θεσμούς της: Aντικοινωνική πράξη / συμπεριφορά. Ο κακοποιός είναι αντικοινωνικό άτομο. β. που είναι ασύμφορος για το κοινωνικό σύνολο: Aντικοινωνική πολιτική / φορολογία. 2. (για πρόσ.) που αποφεύγει τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους· (πρβ. ακοινώνητος). ANT κοινωνικός: Παρόλο που γενικά είναι ~, μερικές φορές συμμετέχει στις εκδηλώσεις του συλλόγου. || (ψυχ.) ~ τύπος.
αντικοινωνικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + κοινωνικός μτφρδ. γαλλ. antisocial (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικοινωνικός, -ή, -ό [anicinonikós] (L)
- ① hostile to the well-being of society, antisocial:
- αντικοινωνικές επενδύσεις, ενέργειες |
- αντικοινωνικό στοιχείο |
- αντικοινωνικό σύστημα, βιβλίο |
- αντικοινωνικά μέσα |
- αντικοινωνικές εκδηλώσεις της οικονομίας |
- οι φυλακές έχουν καταντήσει λέσχες αντικοινωνικές |
- η μονομέρεια της μόρφωσης είναι αντικοινωνική γιατί εμποδίζει να καταλάβει κανείς τους άλλους (Evelpidis) |
- η αντικοινωνική τέχνη, η τέχνη της παρακμής, χωρίζει τους ανθρώπους και δημιουργεί φραγμούς ανάμεσά τους (Papanoutsos) |
- η απαισιοδοξία, η μισανθρωπία, η κάθε είδους αρνητική νοοτροπία καταδικάστηκαν σαν εκδηλώσεις αντικοινωνικές (Theotokas) |
- οι πρακτικοί άνθρωποι θεωρούσαν το μοναχισμό σαν μια αντικοινωνική, παράλογη τάση (id.) |
- τα ευδαιμονιστικά κηρύγματα, εφόσον γίνονται πρώτος σκοπός της ζωής, γίνονται αντικοινωνικά (Theodorakop)
- ⓐ socially deviant, antisocial:
- αντικοινωνικές μορφές αισθησιακής απόλαυσης |
- οι αντικοινωνικές πράξεις ενός παιδιού |
- δεν μπορείς να κάνεις εδώ ό,τι είναι αντικοινωνικό, θράσος και ασχημία στην πατρίδα σου |
- οι φανατισμοί, ακόμη και ο φανατισμός της αρετής, είναι αντικοινωνικοί και απάνθρωποι (Panagiotop)
- ② unsocial, antisocial, averse to social intercourse, misanthropic (ant κοινωνικός):
- θέλω να ζήσω σαν πολίτης και δε μπορώ γιατί τα ψυχόρμητά μου είναι ολωσδιόλου αντικοινωνικά (Palam) |
- η ζωή του ολάκερη στάθηκε πάντα ασκητική, αντικοινωνική (Terzakis) |
- ο Xατζόπουλος διαμόρφωσε το χαρακτήρα του προς την αντικοινωνική στάση .. και την άρρωστη απομόνωση (Peranthis) |
- μήπως είσαι _, φυγάνθρωπος που κατέχεσαι από μανία μονώσεως; (Palaiologos) |
- δεν δίνουν το χέρι τους σε κανένα και γενικά παρουσιάζουν ένα αντικοινωνικό πλέγμα και χαρακτήρα (GLadas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντικοινωνικός, cpd w. kath κοινωνικός]
- ① hostile to the well-being of society, antisocial: