Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίχειρας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίχειρας ο [andíxiras] Ο5 : (ανατ.) το πρώτο (από την πλευρά της κερκίδας) και παχύτερο δάχτυλο του χεριού, που αποτελείται από δύο μόνο φάλαγγες· το μεγάλο δάχτυλο, ο μέγας.

[λόγ. < ελνστ. ἀντίχειρ, αιτ. -ειρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίχειρας [andí iras] ο, (L)
  • thumb (syn μεγάλο δάχτυλο):
    • γυρίζει μηχανικά τους αντίχειρες σαν να κρατά κομποσκοίνι (Theotokas) |
    • poem τα χέρια των αντρών φαρδαίνουν, | ο ~ γίνεται ένα μεγάλο γεφύρι πάνω απ' τους αιώνες (Ritsos)

[fr kath αντίχειρ ← pap, LK (1st, 2nd c. AD); cf MG (7th-8th c. AD) το αντίχειρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες