Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίτυπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αντίτυπος ο· αντίτοπος.
  • Aναπληρωτής, αντικαταστάτης (άρχοντα):
    • να τον κρατούν αντίτυπον ωσάν να ήτον ο ρήγας (Xρον. Mορ. P 7873).

[αρχ. ουσ. αντίτυπος. O τ. (από παρετυμ. επίδρ. του τόπος· πβ. και LBG, στη λ.), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (IΛ, Andr.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες