Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίληψις ‑ψη η.
-
- 1) Συμπάθεια προς κάπ., βοήθεια, στήριγμα:
- (Διγ. Z 4042, 3724).
- 2) (Aντί προσωπ. αντων. με τα κτητ. μου, σου, κλπ.) εγώ, κλπ:
- φλογίζομαι διά την αντίληψίν σου (Ch. pop. 199).
[αρχ. ουσ. αντίληψις. H λ. (‑ψη) και σήμ.]
- 1) Συμπάθεια προς κάπ., βοήθεια, στήριγμα: