Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίκειμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίκειμαι [andíime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (για αφηρ. έννοια) έρχομαι, βρίσκομαι σε αντίθεση με κτ.· αντιβαίνω: Πράξη που αντίκειται στους νόμους / στην ηθική. Aπαιτήσεις που αντίκεινται στους όρους της αρχικής συμφωνίας.

[λόγ. < αρχ. ἀντίκειμαι `είμαι αντιμέτωπος΄ σημδ. γαλλ. contraire à]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίκειμαι [andícime] usu 3 sg & pl αντίκειται & αντίκεινται (L)
  • run counter to, be contrary to, be against, be opposed to (syn αντιστρατεύομαι):
    • ενέργειες που αντίκεινται στο θείο νόμο |
    • μορφές τέχνης που δεν αντίκεινται προς το λόγο |
    • πολλά από όσα είπε ο Έκχαρτ αντίκεινται στα εκκλησιαστικά δόγματα (Kanellop) |
    • η αρπαγή ξένων θησαυρών όχι μόνον είναι αδικία αλλά αντίκειται και στο συμφέρον του άρπαγα (Theodorakop) |
    • η ποιητική δημιουργία δεν αντίκειται προς τη λογική λειτουργία (Dizikirikis)

[fr kath αντίκειμαι ← MG αντίκειμαι (Kriaras' Lex) ← PatrG, K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες