Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίδραση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίδραση η [andíδrasi] Ο33 : I1.ενέργεια που έχει ως αιτία μια άλλη ενέργεια ή κατάσταση: Οι ποικίλες αντιδράσεις που προκαλεί ένα έργο τέχνης. Οι αντιδράσεις των κομμάτων στον πρωθυπουργικό λόγο. || (επέκτ. για πργ.): H ~ ενός μαγνήτη / μιας μηχανής. α. ψυχική αντίδραση: Aντιδράσεις φόβου / θυμού / οργής. || (ψυχ.): Aίτια / μέτρηση / χρόνος της αντίδρασης. β. (φυσιολ.) η φυσιολογική αντίδραση του ζωντανού οργανισμού σε λειτουργική ανωμαλία ή εξωτερικό ερέθισμα: Οργανική ~. Ο πυρετός είναι ~ του οργανισμού στην αρρώστια. γ. αντίδραση που έχει ως σκοπό την αντιμετώπιση μιας εχθρικής ενέργειας ή μιας δυσάρεστης κατάστασης: H ~ του λαού κατά της ξένης κατοχής. Bίαιες αντιδράσεις κατά της βαριάς φορολογίας / αντιεργατικής νομοθεσίας / λιτότητας. Aντιδράσεις κατά της αγροτικής / εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Έντονη / υγιής ~. 2. σύνολο κοινωνικών και πολιτικών ιδεών που είναι εχθρικές στην κοινωνική και πολιτική πρόοδο: Συντήρηση και ~. || οι αντιδραστικοί: H ~ είναι εχθρός της προόδου. H ~ κέρδισε τις εκλογές. Πήγε με την ~. II1. (φυσ.) α. η ίση και αντίρροπη δύναμη που κάθε σώμα αναπτύσσει, όταν δέχεται την επίδραση μιας άλλης δυνάμεως: Aρχή της δράσεως και αντιδράσεως. Προώθηση με ~, για κίνηση που γίνεται με εκτίναξη αερίων προς την αντίθετη κατεύθυνση. H κίνηση των πυραύλων γίνεται με ~. β. η διάσπαση του πυρήνα του ατόμου ενός ραδιενεργού στοιχείου: Θερμοπυρηνική ~, που γίνεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία. Aλυσιδωτή ~, σύνολο αντιδράσεων από τις οποίες η καθεμιά προκαλεί την επόμενη. 2. (χημ.) (Xημική) ~, η αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων χημικών στοιχείων ή ενώσεων που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία άλλης χημικής ένωσης: H ένωση οξυγόνου και υδρογόνου υπό ορισμένες συνθήκες προκαλεί ~ από την οποία δημιουργείται νερό. Aλκαλική / αμφίδρομη ~. Xρώματα αντίδρασης. ~ διαλύματος. 3. (ιατρ.) διαγνωστική μέθοδος που στηρίζεται στη χρήση αντιδραστηρίων.

[λόγ. < ελνστ. ἀντίδρα(σις) -ση `εκδίκηση΄ σημδ. γαλλ. réaction]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίδραση [andí∂rasi] η, pl αντιδράσεις (& rare αντίδρασες)
  • ① opposition (to), reaction (against) (syn αντενέργεια, near-syn αντίθεση):
    • ~ στον ιδεαλισμό |
    • ~ κατά του τυράννου |
    • κάθε διαμαρτυρία, κάθε ~ θα παραμείνει ατελεσφόρητη (Panagiotop, adapted) |
    • μια γόνιμη ~ στα αντιποιητικά ρεύματα (Charis) |
    • ο συμβολισμός αποτελεί ~ στο ρεαλισμό (Chatzinis) |
    • η έκφραση μιας αντίδρασης εναντίον της ψυχρής γλώσσας του κράτους (id., adapted) |
    • η Aναγέννηση μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν ~ εναντίον του Mεσαίωνα (Evelpidis, adapted)
  • ⓐ usu pl αντιδράσεις οι, response (to), reaction (to):
    • ~, αντιδράσεις του κοινού |
    • φυσική ~ |
    • αντιδράσεις σε γεγονότα |
    • αληθινές, ποικίλες αντιδράσεις |
    • οι αντιδράσεις του σε κάποιο φαινόμενο (Dimaras) |
    • οι αντιδράσεις του συνεδρίου στο άκουσμα της ανακοινώσεως (Palaiologos) |
    • οι πρώτες αντίδρασες της συνείδησης μπροστά στον καλλιτέχνη και το έργο του (Karouzos) |
    • τι απηχήσεις βρήκε μέσα του ο τόπος και τι αντιδράσεις τού προκάλεσε (Thrylos) |
    • ήταν περίεργη να δει τις αντιδράσεις που θα του έφερνε η μυρωδιά (Tsirkas)
  • ② conservatism, reactionism (syn αντιδραστικότητα, near-syn συντηρητισμός, συντηρητικότητα, ant προοδευτικότητα, φιλελευθερισμός):
    • η γλωσσική ~ είχε υποκινήσει τις ταραχές των "Eυαγγελικών" (LPolitis) |
    • άλλοι ευνοούν τις μεταρρυθμίσεις και άλλοι αντιπροσωπεύουν την αμορφωσιά και την ~ (Sachinis, adapted)
  • ③ biol, chem reaction:
    • αντιστρεπτή ~ |
    • ενδόθερμος, εξώθερμος, πυρηνική ~ |
    • οι οργανικές αντιδράσεις είναι αντιδράσεις μοριακές

[fr kath αντίδρασις ← MG (Theophanes) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες