Παράλληλη αναζήτηση
74 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιαγροτικός -ή -ό [andiaγrotikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς τους αγρότες και ιδιαίτερα προς τα συμφέροντά τους. ANT φιλοαγροτικός: Aντιαγροτική πολιτική / νομοθεσία.
αντιαγροτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + αγροτικός κατά το αντεργατικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαγροτικός, -ή, -ό [andiaγrotikós] (L)
- antiagrarian, against the farmers:
- η πολιτική εναντίον της εντάξεως στην EOK υπήρξε αντιαγροτική
[cpd w. αγροτικός]
- antiagrarian, against the farmers:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαγχωτικός, -ή, -ό [andiaŋxotikós] (L)
- counteracting mental anguish:
- οι αντιαγχωτικοί μηχανισμοί μπαίνουν τακτικά σε κίνηση
[cpd w. αγχωτικός]
- counteracting mental anguish:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαεροπειρατικός, -ή, -ό [andiaeropiratikós] (L)
- against air piracy:
- αντιαεροπειρατική συμφωνία μεταξύ κρατών
[cpd w. αεροπειρατικός]
- against air piracy:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαεροπορικό [andiaeroporikó] το, (L)
- antiaircraft gun or battery, antiaircraft:
- τα αντιαεροπορικά χτυπούσαν χαμηλά |
- ο "Aβέρωφ" άρχισε να χτυπάει με τ' αντιεροπορικά του |
- πολλοί άκουαν τον απαίσιο βόμβο των αεροπλάνων μέσα από τον πυκνό φραγμό του αντιεροπορικού (TAthanasiadis) |
- το ~ άνοιξε δυνατό φραγμό από κάποιο γήλοφο (id.) |
- το ~ των κινηματιών έριξε το αεροπλάνο (Karagatsis)
[fr kath αντιαεροπορικόν (neol), substantiv. n of αντιαεροπορικός]
- antiaircraft gun or battery, antiaircraft:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιαεροπορικός -ή -ό [andiaeroporikós] Ε1 : (στρατ.) που έχει σχέση με την άμυνα κατά των αεροπορικών ή γενικά των εναέριων επιδρομών: Aντιαεροπορικό πυροβολικό / βλήμα / όπλο. ~ πύραυλος. Aντιαεροπορική άμυνα / κάλυψη. Aντιαεροπορικό καταφύγιο. || (ως ουσ.) το αντιαεροπορικό, αντιαεροπορικό όπλο.
[λόγ. αντι- + αεροπορικός μτφρδ. αγγλ. anti-aircraft (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαεροπορικός, -ή, -ό [andiaeroporikós] (L)
- antiaircraft (adj):
- αντιαεροπορική άμυνα antiaircraft defense (syn αεράμυνα) |
- αντιεροπορική βολή antiaircraft shooting |
- ~ συναγερμός air alert |
- αντιεροπορικό όπλο antiaircraft weapon |
- αντιαεροπορικό καταφύγιο air raid shelter |
- αντιαεροπορικό πυροβόλο antiaircraft gun |
- αντιαεροπορικό πυροβολικό antiaircraft artillery, flak |
- αντιαεροπορικό πυρ antiaircraft fire, flak (syn αντιαεροπορικά βλήματα) |
- αντιαεροπορικό πολυβόλο antiaircraft machinegun |
- αντιαεροπορικό πυροβολείο antiaircraft battery |
- ~ φραγμός box barrage, antiaircraft barrage |
- αντιεροπορικά κανόνια |
- η ελληνική αντιεροπορική πυροβολαρχία έριξε κάτω δυο εχθρικά αεροπλάνα (Terzakis) |
- οι αντιεροπορικές σειρήνες της πολιτείας σκόρπιζαν .. ανατριχίλα (LAkritas)
[fr kath (neol) αντιαεροπορικός, cpd w. αεροπορικός]
- antiaircraft (adj):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαθηναϊκός, -ή, -ό [andiaθinajkós] (L)
- against Athens, anti-Athenian:
- αντιαθηναϊκή συμμαχία
[cpd w. αθηναϊκός (: Αθήναι)]
- against Athens, anti-Athenian:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιαθλητικός -ή -ό [andiaθlitikós] Ε1 : που δεν ταιριάζει σε αθλητή ή είναι αντίθετος στον αθλητισμό: Aντιαθλητική ενέργεια / συμπεριφορά. Ο ποδοσφαιριστής αποβλήθηκε για αντιαθλητική ενέργεια. Aντιαθλητικό ήθος / πνεύμα. Aντιαθλητική πολιτική.
αντιαθλητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + αθλητικός μτφρδ. αγγλ. unsporting, unsportsmanlike]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαθλητικός, -ή, -ό [andiaθlitikós] (L)
- opposed to athletics, against athletics, antiathletic:
- αντιαθλητικές εκδηλώσεις |
- αντιαθλητική συμπεριφορά |
- κατά τη βυζαντινή περίοδο, την τόσο αντιαθλητική για θρησκευτικούς λόγους, επιβιώνει το αθλητικό πνεύμα μεταξύ του λαού και εκφράζεται εύγλωττα στα ακριτικά τραγούδια (Chatzinikou)
[fr kath αντιαθλητικός (neol), cpd w. αθλητικός]
- opposed to athletics, against athletics, antiathletic: