Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντέχω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντέχω [andéxo] -ομαι στη σημ. 2α Ρ3 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.διατηρώ τις βασικές μου ιδιότητες ή δυνατότητες: Tο ατσάλι αντέχει σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Δεν αντέχουν τα τρόφιμα έξω από την κατάψυξη. α. είμαι κατάλληλος ή ικανός για κτ.: Aντέχει το πλοίο στη φουρτούνα / το αυτοκίνητο στον καρόδρομο. H γέφυρα δεν άντεξε σε τόσο βάρος και γκρεμίστηκε. Tο αυτοκίνητο αντέχει ακόμα, είναι κατάλληλο για χρήση. Aντέχει το πάτωμα / το σύρμα, δε σπάει. Aντέχει το ύφασμα, δε φθείρεται. ΦΡ (δεν) το αντέχει η τσέπη* μου. β. (ιδ. για πρόσ.) διατηρώ τις δυνάμεις μου, ιδίως τις σωματικές· βαστιέμαι, κρατιέμαι: Είναι ογδόντα χρονών, αντέχει όμως ακόμα. γ. διατηρώ την αξία μου: Επιχειρήματα που αντέχουν και στην πιο αυστηρή κριτική. Έργο τέχνης / μυθιστόρημα που δεν αντέχει στο χρόνο. 2. αντιμετωπίζω ή έχω τη δυνατότητα να αντιμετωπίσω με επιτυχία: α. μια κατάσταση, συνήθ. δυσάρεστη: ~ στο κρύο / στην πείνα / στην κούραση. Δεν την ~ αυτή την ιστορία. Δεν αντέχεται αυτή η μυρωδιά. Πώς να αντέξει ο κοσμάκης σε τέτοια ακρίβεια! Ουφ! δεν ~ άλλο. (έκφρ.) ~ στη σύγκριση με κπ., είμαι ισάξιος με αυτόν. || ~ κπ., τον ανέχομαι: Δεν τον ~ άλλο πια με την γκρίνια του. Πώς τον αντέχει τον άντρα της με τόσες παραξενιές; β. μια ανάγκη· μπορώ: Aντέχεις να με βοηθήσεις να σηκώσουμε το μπαούλο; γ. μια ξένη ενέργεια, συνήθ. εχθρική: ~ στην επίθεση / στην πίεση του εχθρού, αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ.

[αρχ. ἀντέχω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντέχω [andéxo] aor άντεξα (& άνθεξα) (subj αντέξω & ανθέξω)
  • ① trans endure, bear, stand, tolerate, take (syn βαστώ, κρατώ):
    • ο άνθρωπος όλα μπορεί να τα ανθέξει |
    • δεν ~ τη μοναξιά, τον πόνο |
    • πώς άντεξα αυτόν τον πόλεμο! (Stratou) |
    • κράτησα την ανάσα μου κ' έσφιξα τα δόντια για ν' αντέξω το κύμα του πόνου που θα 'ρχόταν (Valtinos) |
    • είναι αδύνατο να ανθέξει κανείς μια τέτοια έκφραση στο πρόσωπο ενός παιδιού (Mourelos) |
    • θα μου ήταν αδύνατο να επιζήσω από σένα, δεν θα μπορούσα ούτε καν να φαντασθώ τέτοιο πράμα, να το αντέξω (TAthanasiadis) |
    • poem ν' αφήσουν σώματα, κει που οι ψυχές δεν αντέχουν (Seferis)
  • ② intr (partly w. prep σε + acc) resist, withstand (syn L είμαι ανθεκτικός):
    • το σανίδι είναι πάρα πολύ λεπτό για να ανθέξει στο βάρος |
    • όλα απαρχής σχεδιασμένα και χτισμένα για ν' αντέχουν στο πέρασμα του καιρού (Panagiotop, adapted) |
    • πεζούρα ήταν, ήταν και ιππικό, αλλά τίποτα δεν άνθεξε μπρος στην ορμή των Pουμελιωτών (Petsalis) |
    • ένα άλλο μέσο κάνει τις ζωγραφιές ν' αντέχουν στις επιδρομές της ομίχλης και να διατηρούν τη χρωματική τους λάμψη (Kazantz) |
    • εάν σε έναν αγώνα δεν αντέξεις έως το τέλος, το πόσο άντεξες έως ένα σημείο του αγώνα δεν λογαριάζεται (Stasinop) |
    • poem χτισμένα με σχιστόλιθο, πεντάγερα, αντέχουνε στη φθορά μ' όλη την εγκατάλειψη (Kasdaglis)
  • ③ hold out, last, endure, survive (syn διαρκώ, εξακολουθώ, συνεχίζω):
    • το χρυσάνθεμο αντέχει κι ανθεί μέσα στα χιόνια (Kazantz) |
    • σκεύη, έθιμα, δοξασίες άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου (FKakridis) |
    • χρησιμοποιώ τις λέξεις των άλλων, όσες αντέχουν ακόμα, όσες είναι ακόμα ζωντανές (Zannas) |
    • αυτός του έδωσε τη δύναμη ν' ανθέξει τόσα χρόνια στην ερημιά (Chourmouziadis) |
    • ένα καλομαθημένο ακριβοπαίδι δύσκολο ν' αντέξει στην πορεία (LAkritas) |
    • το ότι το θέατρό μας άνθεξε στην αφαίρεση βασικών στελεχών του είναι μια ένδειξη της ζωτικότητάς του (Thrylos) |
    • η πόρτα του φρουρίου άντεξε· οι κουρσάροι έφυγαν (Varelas) |
    • είναι εδώ ωσάν να μην άντεχε η δυναμικότης της μορφής του Σωκράτους, να βαστάζει δηλαδή τον μύθο περί δημιουργίας του κόσμου (Theodorakop) |
    • λίγα βήματα είναι ως την έξοδο ν' αντέξει να τα περπατήσει αβοήθητος (Roufos)
  • ⓐ ride out, to weather:
    • το πλοίο αντέχει στη θύελλα |
    • η τοπική αυτή σάτιρα αντέχει στη θεομηνία του καιρού (Papantoniou)

[fr MG αντέχω (Kriaras' Lex) ← early MG (also pap) ← K, AG ἀντέχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες