Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανιόντες οι.
-
- Άμεσοι πρόγονοι:
- εις ανιόντας, ήγουν πατέραν ή μητέραν (Eλλην. νόμ. 56412).
[αρσ. της μτχ. ενεστ. του αρχ. άνειμι στον πληθ. ως ουσ. (ως επίθ. τον 6. αι., L‑S, λ. άνειμι I6)]
- Άμεσοι πρόγονοι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιόντες s. ανιών1.