Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθώ
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Κριαρά]
ανθώ· αθιώ· αθώ· ’θιώ.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1)
      • α) (Προκ. για άνθος) ανθίζω:
        • (Φλώρ. 125
      • β) βγάζω άνθη:
        • (Eρωτόκρ. A´ 1843), (Eρωτοπ. 423).
    • 2) (Mεταφ.) ακμάζω, θάλλω:
      • σήμερο αθεί η γιαγάπη σας (Πανώρ. Δ´ 363
      • (προκ. για ομορφιά):
        • δώδεκα χρόνων κόρη … ανθεί και λουλουδίζει (Ch. pop. 569
      • (προκ. για πνευματική ανάπτυξη):
        • εις τα σχολειά … ανθούσασι ρήτορες, διδασκάλοι (Λίμπον. 11).
  • Β´ Mτβ.
    • 1) Kάνω να βλαστήσει, να παραχθεί κ.·
      • (σε μεταφ.):
        • αθεί του πόθου το κλαδίν … πόθου ’πωρικά (Λίβ. Esc. 3943· Στάθ. Γ´ 513).
    • 2) Kάνω να εμφανιστεί κ. ωραίο, εντυπωσιακό:
      • ανθεί (ενν. το ρόδον) την χάριν (Kαλλίμ. 1593).
    • 3) (Mεταφ.) δυναμώνω, ενισχύω κ.:
      • η νυξ η χαριτόβρυτος τας ηδονάς ανθούσα (Kαλλίμ. 1979).

[αρχ. ανθέω. Οι τ. και τ. αθθώ (Meursius), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
Ανθώ s. Aνθή.
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθώ [anθó] ανθεί, ipf ανθούσα
  • ① flower, bloom, blossom (syn in ανθίζω 1):
    • ανθούν οι αμυγδαλιές, οι γιασεμιές |
    • ανθεί τ' αγιόκλημα, το θυμάρι, το λουλούδι, το τριαντάφυλλο |
    • folks. εγώ σαν άμπελος ~, σαν χώρα λουλουδίζω |
    • άλλα δέντρα αρχίζουν κι ανθούν, ο τροχός της ζωής γυρίζει (Kazantz) |
    • poem ακόμα σειέται η λυγαριά και πάντα ανθεί η δαφνούλα (Palam) |
    • στα ερείπια του ναού της Aφροδίτης | κρίνος ανθεί με χάρη μυστική (id.) |
    • στην πρόσχαρη πατρίδα σου, που ανθεί κι αναβλαστάνει | παντοτινή μιαν άνοιξη (Malakasis) |
    • χαράς μου το άνθος το χλωμό, που ανθεί στο πέρασμά σου (Skipis) |
    • μυρίσαν οι φραγές, τα δέντρα ανθούν και πιάστηκε η πνοή μου (Kazantz Od 17.340)
  • ⓐ trans grow, bring or put forth, produce:
    • poem σα σ' ένα απάτητο νησί, που ανθούν γιγαντωμένα | λούλουδα θεία οπ' όνομα δεν έχουνε κανένα (Sikel) |
    • fig |
    • poem μια ρίζα εμείς ριζώνουμε όλοι μας και μιαν ψυχήν ανθούμε (Kazantz Od 21.1274)
  • ② fig develop, appear (syn in ανθίζω 2):
    • τώρα συλλογιζότανε και το κακό, το ειρωνικό χαμόγελο, που θ' ανθούσε στα λεπτά, τα φαρμακωμένα της χείλη (Nirvanas) |
    • poem σ' ένα χείλος ανθεί το σ' αγαπώ (Panagiotop) |
    • βαραίνει ο λόγος μας εκεί | κι ανθεί με δυσκολία στο στόμα (Zevgoli) |
    • η αμφιβολία του χρόνου ανθεί στο πρόσωπό μου (Koulouris)
  • ⓑ prosper, thrive, flourish (syn in ανθίζω 2b):
    • ο πολιτισμός ανθεί και μαραίνεται |
    • εκεί ανθεί η όπερα |
    • ανθεί η οικονομία του τόπου |
    • ο εξπρεσσιονισμός ανθούσε κι όταν πλησίαζε το τέλος του |
    • ο επαρχιακός τύπος ανθεί σ' όλες τις γωνιές της |
    • τα σχολεία ανθούν |
    • ανθεί η πνευματική ελευθερία |
    • η μαύρη αγορά ανθεί |
    • ο τουρισμός ανθεί στη Δωδεκάνησο |
    • prov το ψέμα ψέγεται κ' η αλήθεια ανθεί |
    • οι ελληνικές κοινότητες άρχισαν ν' ανθούνε ξεκομμένες απ' το αμερικανικό σύνολο (Venezis) |
    • η φιλοσοφική θεώρηση των αξιών ανθεί σ' εποχές ηθικής χαλάρωσης και κοινωνικής αναρχίας (Papanoutsos) |
    • το ερωτικό διήγημα ανθούσε τότε στα γαλλικά γράμματα και διαβαζότανε απ' τη γλωσσομαθή νεολαία της εποχής (Melas) |
    • η ταξιδιωτική εντύπωση σα λογοτεχνικό είδος ακμάζει και ανθεί τα τελευταία χρόνια στην Eλλάδα (Sachinis) |
    • poem κι ~ και χαίρομαι τα κάλη | που έχ' η ζωή (Palam) |
    • κι όπως ανθούμε εδώ στης γης, ν' ανθούμε και στ' αστέρια (Sikel) |
    • .. του ασκητή, συχώρεσέ με, αφέντη, η κόρη | πανώρια ανθεί κρουφά, και μάτι αντρούς δεν τρύγησέ τη ακόμα (Kazantz Od 17.581)

[fr kath ανθώ ← MG, AG]

[Λεξικό Κριαρά]
ανθών ο.
  • Ανθόκηπος:
    • ανθών … ευώδης παρά φύσιν (Kαλλίμ. 299).

[<ουσ. άνθος + κατάλ. ών. H λ. σε Γλωσσάρ. (Steph.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθών -ούσα -ούν [anθón] Ε12β : (λόγ.) που βρίσκεται σε ανάπτυξη, σε ακμή: Aνθούσα βιοτεχνία / βιομηχανία / κοινωνία.

[λόγ. < αρχ. ἀνθῶν μεε. του ἀνθῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθών, -ούσα, -όν [anθón] (L)
  • prospering, thriving, flourishing:
    • ανθούσα βιομηχανία, πόλη, συνοικία |
    • ανθούσα ιδιωτική πρωτοβουλία |
    • ανθούσα γεωργία των σκανδιναβικών χωρών |
    • poem της ευτυχίας που νείρεται δεν τη βαραίνει η έννοια, | βαθιά ως ξανοίγει δίπλα της η ανθούσα αναπνοή (Sikel) |
    • σας ζω, και ζω μαζί με σας χίλιες ζωές αντάμα | παθητικές, παρήγορες, ανθούσες, πικραμένες (Malakasis)

[fr kath ανθών, prp of AG ἀνθῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθώνας ο [anθónas] Ο2 : 1.τόπος όπου τα άνθη: α. φυτρώνουν: Mόλις έρχεται η άνοιξη τα λιβάδια γίνονται πολύχρωμοι ανθώνες. β. φυτεύονται και καλλιεργούνται· ανθόκηπος: Στους ανθώνες της περιοχής γίνεται συστηματική καλλιέργεια τριαντάφυλλων. 2. έκταση μέσα σε κήπο, όπου καλλιεργούνται άνθη2· αλτάνα.

[λόγ. < ελνστ. ἀνθών, αιτ. -ῶνα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθώνας [anθónas] ο, (L)
  • flower-bed or flower-garden:
    • ο κήπος του είναι σωστός ~ |
    • ένας ~ με πολύτιμα, πολύ περιποιημένα λουλούδια (Petsalis) |
    • τριαντάφυλλο των ανθώνων |
    • το πράσινο των ανθώνων |
    • τα προάστια είναι γεμάτα ανθώνες |
    • το περιβόλι του ήταν ένας μεγάλος, στενόμακρος ~ (Xenop) |
    • προβολείς αναδεικνύουν τον ανθώνα που με τους δικούς του επίκτητους ιριδισμούς προσλαμβάνει μορφή φαντασμαγορίας (Thrylos) |
    • από τη μια μέρα στην άλλη μπορείς να δεις εντελώς αλλιώτικους αυτούς τους θεσπέσιους ανθώνες (Chatzinis) |
    • poem πνεύμα γλυκύτατο σε πλούσιο ανθώνα (Markoras) |
    • του ανθρώπου η τύχη .. θέλ' ήταν άλλη, | κι ο θαυμαστός ~ σου δεν θα 'χε θάλει (Athanas) |
    • ανθώνες τέρψεως και τρυφής και κελαϊδήματα (Papatsonis) |
    • αχ, τον κόσμο των λούλουδων έρχεσαι | να ταράξεις ξανά στους ανθώνες (Skipis)

[fr kath ανθών ← MG ανθών; cf AG dial ἀνθεών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες