Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπόμορφος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανθρωπόμορφος, επίθ.
  • Που έχει μορφή ανθρώπου:
    • πουλία ανθρωπόμορφα (Διήγ. Aλ. E (Konst.) 7117).

[μτγν. επίθ. ανθρωπόμορφος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρωπόμορφος -η -ο [anθropómorfos] Ε5 : που έχει ανθρώπινη μορφή. 1. που του αποδίδουν ανθρώπινη μορφή ή και ανθρώπινες ιδιότητες: Οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων ήταν ανθρωπόμορφοι. || (στην τέχνη): Aνθρωπόμορφη παράσταση των ποταμών / του ήλιου / της σελήνης. 2α. (ζωολ.) Aνθρωπόμορφοι πίθηκοι, που έχουν ομοιότητες με τον άνθρωπο· ανθρωποειδείς. β. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ σκληρού, με κτηνώδη ένστικτα, που μόνο ως προς τη μορφή μπορεί να θεωρηθεί άνθρωπος: Aνθρωπόμορφο τέρας / κτήνος.

[λόγ. < ελνστ. ἀνθρωπόμορφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπόμορφος, -η, -ο [anθropómorfos] (L)
  • in human shape, of human form, humanlike, anthropomorphous:
    • ~ θεός, γίγαντας |
    • ανθρωπόμορφη παράσταση |
    • ανθρωπόμορφο αγγείο, ζώο, κτήνος, τέρας |
    • τα ανθρωπόμορφα γνωρίσματα του Θεού |
    • ανθρωπόμορφα πλάσματα, σημάδια |
    • οι ανθρωπόμορφοι λαοί της βραζιλιανής ζούγκλας |
    • τα ανθρωπόμορφα πλάσματα της λαϊκής φαντασίας |
    • οι Kαρυάτιδες είναι ανθρωπόμορφα στηρίγματα |
    • ανθρωπόμορφες σάρκες σκοτεινές που έκρυβαν ολωσδιόλου την ψυχή τους (Xenop) |
    • η πραγματικότητα, μάσκα του τίποτα ανθρωπόμορφη, για να μας κάνει να τρομάζουμε (Kazantz) |
    • ο Πολύγνωτος παράστησε τις Δαναΐδες τελείως ανθρωπόμορφες (Bakalakis) |
    • poem ανθρωπόμορφα είδωλα γλυπτά, | ανδρείκελα, πλαγγόνες, πτώματα ωραία (Themelis)

[fr MG ανθρωπόμορφος ← K, AG, der w. combin. form -μορφος (: μορφή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες