Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανθρωπόλεθρος, επίθ.
-
- Που εξολοθρεύει τους ανθρώπους:
- Ω ανθρωπόλεθρε θάνατε (Διγ. Άνδρ. 41131).
[<ουσ. άνθρωπος + όλεθρος. H λ. στη Σούδα]
- Που εξολοθρεύει τους ανθρώπους: