Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανθρωποφόντης, επίθ.
-
- Που σκοτώνει ανθρώπους:
- όφις … ανθρωποφόντης (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 150).
[<ουσ. άνθρωπος κατά το αρχ. Aργειφόντης]
- Που σκοτώνει ανθρώπους: