Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωποφάγος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ανθρωποφάγος, επίθ.· θηλ. ανθρωπόφαγη· ανθρωποφαγούσα.
  • Που κατατρώγει τους ανθρώπους:
    • γη ανθρωποφαγούσα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 20927
    • Χώρα … ανθρωπόφαγη (αυτ. 55922).

[αρχ. επίθ. ανθρωποφάγος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρωποφάγος -α / -ος -ο [anθropofáγos] Ε14 : 1.που τον χαρακτηρίζει η ανθρωποφαγία: Aνθρωποφάγες φυλές. || (συνήθ. ως ουσ.) ο ανθρωποφάγος, μέλος πρωτόγονης φυλής που τρώει ανθρώπινο κρέας· κανίβαλος: Xάθηκε στη ζούγκλα και λέγεται πως τον έφαγαν ανθρωποφάγοι. 2. (μτφ.) που είναι απάνθρωπος, σκληρός ή στυγνός εκμεταλλευτής: Έχει ανθρωποφάγες διαθέσεις.

[λόγ. < αρχ. ἀνθρωποφάγος (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωποφάγος1 [anθropofáγos] ο, (& Kazantz ανθρωποφάς, pl ανθρωποφάδες οι)
  • ① man-eater, anthropophagus, anthrophagite, cannibal (syn ο καννίβαλος):
    • πολιτισμός των ανθρωποφάγων |
    • φυλή των ανθρωποφάγων |
    • ο Π. γλύτωσε από τους ανθρωποφάγους, μ' ένα λεβέντικο χορό που τους χόρεψε (Prevelakis) |
    • έχω το αίσθημα πως είμαι σαν ένας από αυτούς τους ιεραπόστολους, μέσα στους ανθρωποφάγους (Stratou) |
    • στη ζούγκλα κυκλοφορούν λιοντάρια κι ανθρωποφάγοι από πλαστικό (Thrylos) |
    • poem ίσως και να 'θελε να μείνει βασιλιάς των ανθρωποφάγων (Seferis) |
    • σβήσαν οι φλόγες, αποξέχασαν την πείνα οι ανθρωποφάδες (Kazantz Od 13.59)
  • ② fig inhuman, cruel person:
    • όλοι οι ανθρωποφάγοι ήταν εναντίον του (Makryg) |
    • γύρευε να την λευτερώσουμε εμείς οι ανθρωποφάγοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί (id.)

[substantiv. m of ανθρωποφάγος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωποφάγος2, -α, -ο [anθropofáγos] (& Kazantz ανθρωποφαγάς)
  • ① man-eating, anthropophagous, cannibal (syn καννίβαλος):
    • ~ |
    • ανθρωποφάγο θηρίο, τέρας, χώμα |
    • εκεί είναι το φρικτό δώμα που είχε η ανθρωποφάγα κυρά στο σπίτι της (Karkavitsas) |
    • είναι ένα είδος Kινέζοι καθαρευουσιάνοι, παλιοημερολογίτες κι ανθρωποφάγοι στην άκρα του κόσμου (Kazantz) |
    • poem μια στάλα φως ο ανθρωποφάς θεός στα νυχτοτόπια ετούτα (id. Od 22.757) |
    • στου ταυρομούτσουνου θεού να μπει το ανθρωποφάγο στόμα (ib 5.347) |
    • μόνο δοξάζονται στη γη οι ανθρωποφάγοι λύκοι (Ritsos) |
    • το ανάστημά του, μάχεται στον όχλο ανθρωποφάγο (Palam)
  • ② inhuman, cruel:
    • ανθρωποφάγοι φασισμοί |
    • ανθρωποφάγο κήρυγμα |
    • σιχάθηκα το Pωμαίικο γιατί είμαστε ανθρωποφάγοι (Makryg) |
    • poem χειμαιρικές εκστατικές εικόνες, | μες στους ανθρώπους τους ανθρωποφάγους (Palam)

[fr MG ανθρωποφάγος ← LK, AG, der w. combin. form -φάγος; cf σαρκοφάγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες