Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποπλάστης [anθropoplástis] ο, ανθρωποπλάστρα [anθropoplástra] η,
- one who humanizes, humanizing (syn ανθρωποπλαστικός):
- μέσα στους λαούς ο Έλληνας στάθηκε ~ (Kakridis) |
- παιδιά της ανθρωποπλάστρας ελληνικής φύσης ήταν ενωμένα μαζί της και σ' αυτήν έλεγαν το βαθύ τους πόνο και τη λαχτάρα τους για τη λευτεριά (Theodorakop)
[fr kath (Koumanoudis) ανθρωποπλάστης ← MG, LK, w. πλάστης]
- one who humanizes, humanizing (syn ανθρωποπλαστικός):