Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωποκυνηγητό το [anθropokinijitó] Ο38 : συστηματική καταδίωξη με στόχο τη σύλληψη ή την εξόντωση ανθρώπων: H αστυνομία εξαπέλυσε ένα άγριο ~ κατά των ληστών / των κακοποιών.
[λόγ. ανθρωπο- + κυνηγητόν μτφρδ. αγγλ. manhunt]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποκυνηγητό [anθropociniyitó] το,
- manhunt (syn ανθρωποκυνήγι):
- ένα απίθανο ~ |
- πρωτοφανές ~ της αστυνομίας |
- έγινε ένα άνευ προηγουμένου ~ |
- το ~ για τη σύλληψη του επικίνδυνου στραγγαλιστή βρίσκεται στο φόρτε του |
- δεν έπαιρνε καμιάν απάντηση μέσα σε κείνο το ~ (TAthanasiadis) |
- μιάμιση ώρα κράτησε το ~, ώσπου κατάλαβε ότι είχε ξεφύγει (Petsalis)
[cpd w. κυνηγητό]
- manhunt (syn ανθρωποκυνήγι):