Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωποκεντρικός -ή -ό [anθropokendrikós] Ε1 : που αναφέρεται στον ανθρωποκεντρισμό: Aνθρωποκεντρική θεωρία / φιλοσοφία.
[λόγ. < γαλλ. anthropocentrique < anthropo- = ανθρωπο- + centr(e) = κέντρ(ον) -ique = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποκεντρικός, -ή, -ό [anθropocendrikós] (L)
- anthropocentric:
- ~ κόσμος, παράγοντας, πολιτισμός |
- ανθρωποκεντρικοί καιροί |
- ανθρωποκεντρική αντίληψη, εποχή, ερμηνεία, θεωρία, θεώρηση, ιδέα, κοσμοθεωρία, σημασία |
- ανθρωποκεντρικές παρορμήσεις |
- ανθρωποκεντρικό πνεύμα, υπόστρωμα |
- η Aναγέννηση είναι ανθρωποκεντρική |
- ανθρωποκεντρικά με την ανώτερη έννοια είναι όλα τα κατορθώματα της ζωής από την επιστήμη ως την θρησκεία (Theodorakop) |
- ο μύθος είναι ~, δηλαδή η αρχή του είναι η ανώτερη έννοια του ανθρώπου (id.)
[fr kath (neol) ανθρωποκεντρικός (Koumanoudis), cpd w. κεντρικός]
- anthropocentric: