Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωπιστής ο [anθropistís] Ο7 : 1.λόγιος της Aναγέννησης που μελέτησε, χρησιμοποίησε ως πρότυπα και διέδωσε τα αρχαία ελληνικά και λατινικά γράμματα· ουμανιστής: Ο Έρασμος υπήρξε ένας μεγάλος ~. || (επέκτ.) γνώστης της αρχαίας ελληνικής και λατινικής φιλολογίας και πολιτισμού, που πιστεύει στη μορφωτική τους αξία· ουμανιστής. 2. αυτός που δείχνει έμπρακτη αγάπη και συμπάθεια για το συνάνθρωπό του: Ο Σβάιτσερ ήταν ένας μεγάλος ~.
[λόγ. ανθρωπ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. humaniste]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπιστής [anθropistís] ο, (L)
- ① humanist (syn ουμανιστής):
- ο ~ υπήρξε για πολλούς αιώνες ένα θαυμάσιο ιδανικό |
- οι Έλληνες ανθρωπιστές της Aναγεννήσεως |
- φανατικός ~ και κλασικιστής |
- οι ανθρωπιστές διακρίνονται για την κλασική τους μόρφωση |
- στην Aναγέννηση εκδηλώθηκε η κίνηση των ανθρωπιστών (Papalexandrou) |
- ο N. προβάλλεται ανάμεσα στους μεγάλους ανθρωπιστές που ετοίμασαν την Aναγέννηση (Dimaras) |
- ο Γεμιστός σε συζητήσεις με τους ανθρωπιστές της Φλωρεντίας αναπτύσσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί τον Πλάτωνα ανώτερο από τον Aριστοτέλη (Vacalop) |
- προσπάθησε να αποδεσμεύσει τους ανθρωπιστές της Δύσης από τις θεολογικές αντιλήψεις του μεσαίωνα (id.)
- ② humane, polite person:
- έγινε βαθύς ~ |
- είναι ~ και αλτρουιστής |
- επειδή είναι ~ δε θέλει να ρίξει τις ευθύνες επάνω στα άτομα (Sachinis) |
- κατάργησαν τη δουλεία επειδή ήταν ανθρωπιστές |
- ο ~ μοχθεί για το καλό των βασανισμένων |
- είχαν γίνει ανθρωπιστές οι ίδιοι που πάνω στη μάχη έδειχναν αιματόχαρα θεριά (ADoxas)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωπιστής, der of ανθρωπίζω]
- ① humanist (syn ουμανιστής):