Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπίσκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπίσκος [anθropískos] ο, (L)
  • ① little man, midget (syn in ανθρωπάκης 1):
    • φαντάζονται είτε στον Άρη είτε αλλού μικροσκοπικούς ανθρωπίσκους (Panagiotop) |
    • είναι εργοστάσιο ανθρωπίσκων που αν μπείτε μέσα έχετε το θέαμα μικροσκοπικού στρατώνα (Melas, adapted)
  • ② petty man, small fry (syn in ανθρωπάκης 2):
    • ήθελα να μη μ' ενοχλούν άνθρωποι και ανθρωπίσκοι με καμιά κανενός είδους υποχρέωση κ' επικοινωνία (Palam) |
    • poem και σεις των προλετάριων οι λαμπάδες | κι όλοι υπεράνθρωποι, άνθρωποι, ανθρωπίσκοι (id.)
  • ③ base man, low person (syn in ανθρωπάκης 3):
    • ο κακόψυχος Kριτίας αντιπροσωπεύει τους αρνητικούς ανθρωπίσκους με τον μεγάλο εγωισμό και τα σκουριασμένα μυαλά (Raizis)
  • ④ simpleton, childish person (syn in ανθρωπάκης 4):
    • ο ~, που σκάβει μέσα του και βρίσκει όλη την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, όλο το ηρωικό ανάστημα του άξιου για τα μεγάλα (Panagiotop)

[fr K ἀνθρωπίσκος ← AG, dimin of ἄνθρωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες