Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρακοφόρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρακοφόρος -α -ο [anθrakofóros] Ε4 : (για έδαφος) που περιέχει γαιάνθρακες: Aνθρακοφόρες περιοχές. Aνθρακοφόρα κοιτάσματα / στρώματα. || (ως ουσ.) το ανθρακοφόρο, πλοίο για τη μεταφορά γαιανθράκων· καρβουνιάρικο2.

[λόγ. ανθρακο- + -φόρος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρακοφόρος, -α, -ο [anθrakofóros] (L)
  • carboniferous (syn ανθρακούχος):
    • ~ ασβεστόλιθος |
    • ανθρακοφόρα περιοχή |
    • ανθρακοφόρα κοιτάσματα, στρώματα
  • ⓐ transporting coal:
    • ανθρακοφόρα άμαξα coal car |
    • ανθρακοφόρο πλοίο coal ship, collier

[fr kath (neol, Koumanoudis), cpd of άνθραξ & combin. form -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες