Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεύρεση η [anévresi] Ο33 : η εύρεση προσώπου ή πράγματος που ήταν χαμένο ή άγνωστο ύστερα από αναζήτηση· ανακάλυψη: H ~ του πτώματος / των κλοπιμαίων / της αλήθειας / του χαμένου θησαυρού.
[λόγ. < αρχ. ἀνεύρε(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεύρεση [anévresi] η, gen ανευρέσεως (L)
- ① finding (again), discovery, recovery (syn L εύρεση):
- ~ χαμένων πραγμάτων |
- ~ του τιμίου σταυρού discovery of the Holy Cross |
- ~ και συλλογή ελληνικών χειρογράφων |
- ~ αιχμαλώτων |
- γίνονται προσπάθειες για την ~ και άλλων επιζώντων |
- προκήρυξη αμοιβής για την ~ του σκυλιού |
- το μοναστήρι ιδρύθηκε ύστερα από την ~ της εικόνας της Παναγίας στο μέρος αυτό (Varelas) |
- δεν κατάφερα να μάθω τίποτε για το χρόνο της ανεύρεσης του αγάλματος (Bakalakis) |
- οι Eυρωπαίοι μελετητές ενδιαφέρονται για την ~ του ιερού της Δωδώνης (Dakaris) |
- δεν αποκλείεται η ~ και άλλων εγγράφων στο ίδιο αρχείο (Tsirpanlis)
- ② finding, discovery, invention (syn εφεύρεση, ανακάλυψη):
- ~ βωξίτη |
- ~ και εκμετάλλευση μεταλλούχων περιοχών |
- δράση για τον Kαζαντζάκη θα σήμαινε |
- ~ του Θεού (Prevelakis) |
- υπήρχε αχόρταγος πόθος για την ~ χρυσού (Ouranis) |
- ο άνθρωπος πρέπει να συνεργασθεί με τον συνάνθρωπό του για την ~ της αλήθειας (Theodorakop) |
- η κόλαση των ημερών που ζούμε γέννησε την ανάγκη της ανεύρεσης ενός αντίρροπου παράδεισου (Sachinis) |
- όλες του οι αγάπες δεν ήταν παρά ένα ψάξιμο ασύνειδο για την ~ της μόνης αληθινής αγάπης (Chourmouziadis)
- ⓐ invention, discovery (syn επινόηση):
- ~ των μέσων προωθήσεως της πολιτικής ενώσεως της Eυρώπης |
- ~ νέων εκφραστικών μέσων |
- συνομιλούν για την ~ τρόπων με τους οποίους θα ανευρεθούν αποθέματα βενζίνης
[fr kath ανεύρεσις ← K, AG]
- ① finding (again), discovery, recovery (syn L εύρεση):