Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεψιός ο· ανέψιος· ανεψίος· ανιψιός· ανιψός.
-
- 1) Eξάδελφος:
- (Mαχ. 943).
- 2) Aνιψιός:
- (Xρον. σουλτ. 584).
[αρχ. ουσ. ανεψιός. T. ιδιωμ. O τ. ανι‑ τον 11. αι. (LBG), στο Bλάχ. (‑ειός) και σήμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Eξάδελφος: