Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεπιτήδειος, επίθ.
-
- α) Aκατάλληλος:
- τόπος … ανεπιτήδειος (Iερακοσ. 50624)·
- β) (προκ. για ενέργεια) αδέξιος, ανεπιτυχής:
- (αυτ. 51233).
[αρχ. επίθ. ανεπιτήδειος. H λ. και σήμ.]
- α) Aκατάλληλος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπιτήδειος -α -ο [anepitíδios] Ε6 : που δεν είναι επιτήδειος σε κτ.· αδέξιος, ακατάλληλος: ~ ράφτης / υδραυλικός.
[λόγ. < αρχ. ἀνεπιτήδειος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπιτήδειος1 [anepití∂ios] ο, (L)
- awkward, unskilful man, clumsy person (ant ο επιτήδειος):
- καταφρονούν τον ανεπιτήδειο, εκείνον που από αδεξιότητα, αμβλύνοια, δειλία ή και υπερβολικούς ακόμη ηθικούς φόβους αστοχεί και αποτυγχάνει (Papanoutsos) |
- poem και ιδού μας, απομείναμε οι ανεπιτήδειοι, | οι βραδυκίνητοι στο νου των εμφανίσεων (Papatsonis)
[substantiv. m of adj ανεπιτήδειος]
- awkward, unskilful man, clumsy person (ant ο επιτήδειος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπιτήδειος2, -α, -ο [anepití∂ios] (L)
- awkward, unskilful, clumsy (syn in αδέξιος, ant επιτήδειος):
- ~ τεχνίτης |
- ανεπιτήδεια ράφτρα |
- το έργο ν' αποχτήσεις ένα τόσο τρυφερό πλάσμα αρκούσε για ό,τι δεν κατάφεραν ως σήμερα τα ανεπιτήδεια χέρια του (Plaskovitis)
[fr MG ← K, AG ἀνεπιτήδειος, cpd of pref ἀν- & ἐπιτήδειος]
- awkward, unskilful, clumsy (syn in αδέξιος, ant επιτήδειος):