Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανελεύθερος -η -ο [aneléfθeros] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει η απουσία ελευθερίας, που δεν έχει φιλελεύθερο χαρακτήρα. ANT φιλελεύθερος, ελεύθερος: Aνελεύθερες απόψεις. Aνελεύθερο πνεύμα. Aνελεύθερα μέτρα / διατάγματα / καθεστώτα. || (για πρόσ.) που δεν έχει φιλελεύθερο φρόνημα: Aνελεύθεροι πολίτες.
[λόγ. < αρχ. ἀνελεύθερος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανελεύθερος1 [aneléfθeros] ο, usu pl ανελεύθεροι οι, (L)
- illiberal man, servile, base person (ant ελεύθερος):
- οι ανελεύθεροι μιλούν για ελευθερία (Panagiotop) |
- οι ανελεύθεροι και δειλοί συνήθως είναι και κόλακες (Loukatos) |
- οι πιο ανελεύθεροι ξεπροβάλλουν διαλαλητές και απολογητές της παρακμής (Georgoulis) |
- poem δούλα των ανελεύθερων αισχρή | και των τυράννων παλλακίδα (Skipis)
[substantiv. m of adj ανελεύθερος]
- illiberal man, servile, base person (ant ελεύθερος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανελεύθερος2, -η, -ο [aneléfθeros] (L)
- illiberal, slavish, servile, base (syn δουλικός, ant ελευθέριος):
- ~ φιλελευθερισμός |
- ανελεύθερη χώρα, κοινωνία |
- ανελεύθερο σύνταγμα |
- ανελεύθερη κατάσταση, πράξη, ιδεολογία |
- συνθήκες ανελεύθερες |
- μέτρα ανελεύθερα |
- ανελεύθεροι και αυταρχικοί νόμοι |
- ο βιαστής είναι ~ όσο και ο βιαζόμενος, όπως και ο δόλιος είναι όσο και ο δολιευόμενος (Tsatsos) |
- επείγει η ευρυτέρα παροχή της πνευματικής μορφώσεως, για να μη γίνει η ανθρωπότης αγέλη ανελευθέρων, αβούλων και εστερημένων εσωτερικής πνευματικότητος υπάρξεων (Georgoulis) |
- η ανελεύθερη βούληση είναι ετερόνομη (Papanoutsos) |
- στα ανελεύθερα πολιτικά καθεστώτα ενδημεί η ανισότητα (id.) |
- τα δημοκρατικά πολιτεύματα είναι ελεύθερα και τα ολιγαρχικά ανελεύθερα |
- το ανελεύθερο πνεύμα της εποχής μας (Vafop) |
- η καθημερινή ζωή δεν έχει αυτοσυνειδησία, είναι κατ' ουσίαν ένας ύπνος, δηλαδή ανελεύθερη (Theodorakop) |
- ανελεύθερα και άσχημα έργα ζωγραφικής, αρχιτεκτονικά και άλλα (Andronikos) |
- τα ανελεύθερα κατά του Tύπου μέτρα της Kυβερνήσεως (Athanasiadis-N) |
- αδυσώπητες ανελεύθερες διατάξεις είχαν θεσπιστεί το 1931 (Christidis) |
- η ανελεύθερη δουλωμένη ζωή (Chourmouzios) |
- μόνον ψυχές με μικρά και ανελεύθερα ήθη αγαπούν ν' αρπάζουν αυτού του είδους τις ωφέλειες (Theodorakop transl of Plato's 7th ep.)
[fr kath ανελεύθερος ← AG]
- illiberal, slavish, servile, base (syn δουλικός, ant ελευθέριος):