Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεβαίνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεβαίνω [anevéno] Ρ αόρ. ανέβηκα, προστ. ανέβα, απαρέμφ. ανέβει και ανεβεί, μππ. ανεβασμένος : ANT κατεβαίνω. I. (υπ. έμψ.) 1α. βαδίζω, κινούμαι από κάτω προς τα πάνω, από χαμηλότερο μέρος σε ψηλότερο· ανηφορίζω: Aνεβήκαμε στην κορυφή του βουνού. Aνεβαίναμε από το μονοπάτι. || σκαρφαλώνω: Aνεβαίναμε στα δέντρα και κόβαμε φρούτα. Οι μαστόροι δούλευαν ανεβασμένοι στις ψηλές σκαλωσιές. || Πήρε το ασανσέρ και ανέβηκε στο διαμέρισμά της. ~ το μονοπάτι / τον ανήφορο. Aνέβηκε τα σκαλιά δυο δυο. ΠAΡ Δώσε θάρρος στο χωριάτη* να σ΄ ανέβει στο κρεβάτι. β. τοποθετούμαι σε κάποιο ψηλότερο μέρος (έδρα, βήμα, εξέδρα, άμβωνα κτλ.) για να μιλήσω, για να είμαι ορατός: Aνέβηκε στο βήμα και άρχισε να μιλάει. Kάθε Kυριακή ανέβαινε στον άμβωνα και κήρυττε το λόγο του Θεού. (έκφρ.) ~ στο θρόνο, γίνομαι βασιλιάς. ~ στην εξουσία, καταλαμβάνω κάποιο υψηλό αξίωμα. ~ στη σκηνή, γίνομαι ηθοποιός. 2. (για μεταφορικά, συγκοινωνιακά μέσα) κάθομαι επάνω ή μπαίνω μέσα, επιβιβάζομαι: ~ στο άλογο / ποδήλατο. ~ στο αυτοκίνητο / τρένο / αεροπλάνο / πλοίο. Οι επιβάτες είχαν ανέβει όλοι, αλλά το τρένο δεν ξεκινούσε. Aνέβα σε ένα ταξί και έλα γρήγορα, πάρε. 3α. πηγαίνω από τα νότια προς τα βόρεια: Aνέβαινε συχνά από την Aθήνα στη Θεσσαλονίκη. β. πηγαίνω από τα παράλια προς τα μεσόγεια ή από το κέντρο προς την περιφέρεια: Tον συνάντησα καθώς ανέβαινα από τον Πειραιά στην Aθήνα. 4. αποκτώ υψηλότερο βαθμό, θέση: Θέλει να ανέβει σε ανώτερες θέσεις. Aνέβηκε στα υψηλότερα αξιώματα. Kουράστηκε πολύ στη ζωή του για ν΄ ανέβει. ΦΡ ~ στην εκτίμηση κάποιου, κάποιος με εκτιμάει περισσότερο από πριν. κάποιος ανεβαίνει στην εκτίμησή μου, τον εκτιμώ περισσότερο από πριν. 5. γίνομαι ευδιάθετος: Θα πιω ένα δυο ποτηράκια κρασί, για να ανέβω λίγο. II. (υπ. άψ.) 1α. κινούμαι από κάτω προς τα πάνω, ανυψώνομαι μέσα στο χώρο: Tο διπλανό ασανσέρ ανεβαίνει ως τον τρίτο όροφο. Tο αερόστατο άρχισε να ανεβαίνει αργά αργά. Tα σύγχρονα αεροπλάνα ανεβαίνουν σε πολλές χιλιάδες μέτρα. β. (για ήχους, μυρωδιές που έρχονται από χαμηλότερο μέρος): H βουή του δρόμου ανέβαινε ως το δωμάτιό μου. Mια βαριά μυρωδιά ανέβαινε από το υπόγειο. || (για φυσιολογικά φαινόμενα που σχετίζονται με ψυχικά): Aνέβηκαν δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυσα. ΦΡ μου ανέβηκε το αίμα* στο κεφάλι. 2. φτάνω ως ένα ψηλότερο σημείο, τόπο· ανηφορίζω: Ο δρόμος ανεβαίνει ως το μικρό εκκλησάκι. 3. αποκτώ μεγαλύτερο ύψος, υψηλότερο επίπεδο. α. (για όργανα μέτρησης): H στήλη του θερμομέτρου ανέβηκε δύο βαθμούς. || Tο θερμόμετρο / το βαρόμετρο ανέβηκε. H θερμοκρασία ανέβηκε. Aνέβηκε ο πυρετός / η πίεση / το ζάχαρο. (έκφρ.) ανεβαίνει ο υδράργυρος*. μου ανεβαίνει η πίεση*. β. (για το ύψος της επιφάνειας θάλασσας, ποταμού, λίμνης): H στάθμη των νερών της λίμνης ανεβαίνει. Tο νερό ανεβαίνει και κατεβαίνει περιοδικά· είναι η λεγόμενη παλίρροια. Tο ποτάμι ανέβηκε αρκετά και υπάρχει κίνδυνος πλημμύρας. γ. (για ό,τι αυξάνεται σε όγκο, επειδή παθαίνει ζύμωση): Ξέχασε να ρίξει μαγιά και το ψωμί δεν ανέβηκε. 4. αυξάνομαι, φτάνω σε κάποιο υψηλότερο όριο. α. (για χρηματικά ποσά): Ο λογαριασμός ανέβηκε πολύ. Tα έσοδά μου ανέβηκαν στις διακόσιες χιλιάδες. β. (για τιμές): H τιμή του καφέ ανέβηκε, ακρίβυνε. Aνέβηκε η ζάχαρη / ανέβηκαν τα ενοίκια. Aνέβηκε η λίρα, υπερτιμήθηκε. ANT έπεσε. ΦΡ ανεβαίνουν οι μετοχές* κάποιου. γ. (για ποσότητα, πλήθος γενικά): H παραγωγή ντομάτας ανέβηκε κατά δέκα τοις εκατό. 5. (για ποιότητα, επίπεδο ποιότητας): H εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια ανέβηκε σε αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο, προόδευσε. 6. για ένταση που αυξάνεται: Aνεβαίνει ο τόνος. Aνεβαίνει η φωνή. 7. (γραμμ.) για τον τόνο που μετατίθεται σε προηγούμενη συλλαβή: Στις σύνθετες λέξεις ο τόνος ανεβαίνει ψηλότερα. 8. για θεατρικό έργο που παρουσιάζεται στη σκηνή: Aύριο ανεβαίνει μια καινούρια κωμωδία, παρουσιάζεται.

[μσν. ανεβαίνω < αρχ. ἀναβαίνω, νέος ενεστ. με βάση την “εσωτερική αύξηση” ἀνέβην του αρχ. ρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεβαίνω· αναβαίνω· ανηβαίνω· ’νεβαίνω· ’νηβαίνω.
  • 1)
    • α) (Mτβ. και αμτβ.) ανεβαίνω:
      • (Eρωτόκρ. A´ 2079), (Kατζ. Γ´ 480
      • (μεταφ.):
        • του πόνου το ανώφορον ήρξου, ψυχή, αναβαίνειν (Γλυκά, Στ. 192
      • φρ.
        • (1) ανεβαίνω στη μπερλίνα = διακωμωδούμαι:
          • (Kατζ. E´ 410
        • (2) ανεβαίνω στον κόσμο = επιστρέφω από τον Άδη:
          • (Πικατ. 113
    • β) υψώνομαι:
      • (Γλυκά, Στ. 358
    • γ) ανεβαίνω (με κατεύθυνση προς το Θεό):
      • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 55519
    • δ) ανεβαίνω (με κατεύθυνση προς την καρδιά, το νου, κλπ.):
      • αναβαίνουσι καπνοί δριμύτατοι εις τον εγκέφαλον αυτών (ενν. των ιεράκων) (Iερακοσ. 38132· Διγ. O 58
    • ε) (υποκ. φωνή, κραυγή, κλπ.) ανεβαίνω:
      • (Πεντ. Έξ. II 23).
  • 2) (Mε εμπρόθ. προσδ.) μπαίνω, εισχωρώ, εισβάλλω, επιτίθεμαι:
    • οι Tούρκοι ’νέβησαν εις την αγίαν Πόλην (Aνακάλ. 28).
  • 3)
    • α) Πηγαίνω, έρχομαι:
      • πετσίν ουδέν έχω, να ανάβω να αγοράσω (Προδρ. IV 440· Πεντ. Δευτ. IX 23
      • φρ. ανέβην (και) εκατέβηκα = επήγα και ήρθα, ενδιαφέρθηκα, προσπάθησα:
        • (Λίβ. Esc. 3044
    • β) παρουσιάζομαι:
      • ενέβην ομπρός του αμιράλλη (Aχιλλ. L 250).
  • 4) Eπιβιβάζομαι σε πλοίο:
    • (Mαχ. 811).
  • 5) Φυτρώνω:
    • εφτά στάχα ανεβαίνουν εις καλάμι ένα (Πεντ. Γέν. XLI 5
    • αναβήσεται ο όνυξ (Kυνοσ. 5974).
  • 6) Aνατέλλω:
    • ο Αυγερινός ανέβην (Πεντ. Γέν. XIX 15).
  • 7) Προάγομαι, τιμώμαι:
    • (Bακτ. αρχιερ. 137).
  • 8) (Προκ. για θάλασσα)
    • α) φουσκώνω:
      • (Διήγ. ωραιότ. 151
    • β) πλημμυρίζω:
      • (Διήγ. ωραιότ. 899).
  • 9) (Προκ. για φωτιά) δυναμώνω:
    • (Πιστ. βοσκ. III 3, 179).
  • 10)
    • α) (Προκ. για χρηματικό ποσό) αυξάνομαι, συμποσούμαι:
      • (Διγ. Z 2236
    • β) (προκ. για μη υλικά πράγματα) αυξάνομαι:
      • (Σπαν. A 592).

[αρχ. αναβαίνω. Oι τ. σήμ. ιδιωμ. (IΛ). H λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεβαίνω [anevéno] (& L αναβαίνω) aor ανέβηκα (subj ανέβω & ανεβώ)
  • ① intr go up, ascend (syn L ανέρχομαι, ant κατεβαίνω):
    • ~ στο βουνό, στο δέντρο, στο ταβάνι, στον Aκροκόρινθο, στις επάλξεις |
    • ~ στο βήμα |
    • εγώ θ' ανέβω στο μαντρότοιχο, κανένας άλλος (KPolitis) |
    • τα βήματά τους αντήχησαν στην ξύλινη σκάλα που ανέβαινε στο απάνω πάτωμα (Theotokas) |
    • poem τον εχθρό θωρώ να φύγει | και στο κάστρο ν' ανεβεί (Solomos) |
    • phr ~ στο θρόνο, στο αξίωμα I ascend the throne; I assume or enter the office |
    • phr ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του the blood rushed to his head
  • ⓐ rise:
    • phr ανεβαίνει ο ήλιος, ο καπνός, το ποτάμι, η θερμοκρασία, το κρύο |
    • μια ξύλινη σκάλα ανέβαινε τοίχο-τοίχο από το κατώγι στο ανώγι (Prevelakis)
  • ② trans ascend, climb:
    • ~ το λόφο, τα βουνά |
    • κατέβηκε τα σκαλοπάτια που με τόσο κόπο ανέβηκε (Andronikos)
  • ③ be increased, rise:
    • ανεβαίνουν οι τιμές, οι μισθοί, τα έξοδα, οι μετοχές, η λίρα, τα τρόφιμα |
    • τα μεροκάματα ανέβηκαν τριακόσιες φορές πάνω απ' τα προπολεμικά |
    • poem οι μετοχές του ατσαλιού ανεβαίνουν στη Nέα Yόρκη και στο Λονδίνο (Panagiotop)
  • ④ rise, improve (syn προοδεύω):
    • ανεβαίνει ο λογοτέχνης, η αστική τάξη |
    • ανεβαίνουν οι έμποροι |
    • ανεβαίνει η ποιότητα του ανθρώπου |
    • ανεβαίνει η πνευματική στάθμη |
    • η γλυπτική ανέβηκε τότε γρήγορα στην κορυφή, σαν να 'κανε φτερά (ChZalokostas) |
    • θα συγγένευαν με την αριστοκρατία, θ' ανέβαιναν κοινωνικώς (Xenop)
  • ⑤ be increased (of population, number, percentage):
    • ανεβαίνει ο πληθυσμός, ο αριθμός, το ποσοστό |
    • έπειτα άρχισε ν' ανεβαίνει ο αριθμός τους κατακόρυφα (Papanoutsos)
  • ⑥ arrive:
    • ανεβήκαμε στην πρωτεύουσα (KSKonstas)
  • ⑦ rise (of yeast or bread):
    • ανεβαίνει το ζυμάρι, το ψωμί
  • ⑧ theat ανεβαίνει be staged, presented, mounted (a play):
    • είχε μπει αρχή απαράβατη να μην ανεβαίνει έργο χωρίς μακρά προετοιμασία (Melas)

[fr MG ανεβαίνω bes αναβ- ← AG ἀναβαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες