Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανδρώνομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανδρώνομαι [anδrónome] & αντρώνομαι [andrónome] Ρ1β : γίνομαι άνδρας: Aνδρώθηκε απότομα μετά το θάνατο της μητέρας του.

[λόγ. < αρχ. ἀνδρ(οῦμαι) -ώνομαι· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το άντρας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες