Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανδρωνίτης [an∂ronítis] ο, (& αντρωνίτης)
- apartment for men, men's quarters or room (ant γυναικωνίτης):
- δε θα τους κλείσουμε στον ανδρωνίτη (Evelpidis) |
- αυτό είναι σπίτι με χωριστό ανδρωνίτη (Papatsonis) |
- ο αγάς ήταν στον ανδρωνίτη (Karkavitsas) |
- poem περνάει με σεβασμό το πρόθυρο, πατάει τον ανδρωνίτη (Kazantz Od 2.1261) |
- κι αυτοί ανδρωνίτη του μαστόρεψαν κι αυλή και γυναικίτη (Homer Il 6.314 Kaz-Kakr)
[fr AG ἀνδρωνῖτις f.; cf γυναικωνίτις]
- apartment for men, men's quarters or room (ant γυναικωνίτης):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανδρώνομαι [anδrónome] & αντρώνομαι [andrónome] Ρ1β : γίνομαι άνδρας: Aνδρώθηκε απότομα μετά το θάνατο της μητέρας του.
[λόγ. < αρχ. ἀνδρ(οῦμαι) -ώνομαι· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το άντρας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανδρωνυμικό το [anδronimikó] & αντρωνυμικό το [andronimikó] Ο38 : κύριο όνομα γυναίκας που προέρχεται από το βαφτιστικό ή και από το οικογενειακό του αντρός, π.χ. Δημήτραινα, η γυναίκα του Δημήτρη.
[λόγ. < αρχ. ἀνδρωνυμικόν (προφ. [nd] ) `αντρικό όνομα που προέρχεται από ονομασία ζώου΄, κατά το πατριδωνυμικόν· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το άντρας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανδρώνω [an∂róno] (& αντρώνω) aor άνδρωσα, (subj ανδρώσω), mi ανδρώνομαι, aor ανδρώθηκα, 3sg ανδρώθηκε & ανδρώθη
- Sikel (subj ανδρωθώ), ppp ανδρωμένος
- ① trans, fig mature, mellow s.o. or sth (syn ωριμάζω):
- ποιος πανίσχυρος δαίμονας άντρωνε τα νεκρά του μούσκουλα; (Karagatsis) |
- poem οι ώρες τον υπηρετούν, | τα χρόνια τον αντρώνουν (DChristodoulou) |
- poem μένω εδώ, επιμένοντας | τη σάρκα μου ν' ανδρώσω (Athanasoulis)
- ② mi ανδρώνομαι become a man, grow up (syn μεγαλώνω,:
- ανδρώθηκαν, ωρίμασαν οι χτεσινοί εικοσάρηδες |
- ο πατέρας μου, σαν αντρώθηκε, γύρεψε να φύγει (Petsalis) |
- σκέπτομαι τι θα γίνουν αυτά τα τσαχπίνια σαν αντρωθούν (ChZalokostas) |
- poem καθώς οι μπιστικοί .. | άμ' αντρωθούν | και πήξει γύρα στο πηγούνι τους το γένι (Sikel) |
- poem τώρα που αντρωθήκαμε μ' ένα βόλι | και μας γέρασαν μ' έναν πόλεμο (FPolitis)
- ③ fig mature, develop, progress (near-syn αναπτύσσομαι):
- αντρώνεται ο πολιτισμός, η επιστήμη, η έρευνα, η τέχνη, η μελέτη, η σκέψη, ο φιλοσοφικός στοχασμός, η νέα ποιητική συνείδηση, η νεότερη πεζογραφία, το δημοτικό τραγούδι, η αρχαία ελληνική τραγωδία, ο νέος Eλληνισμός, η αστική τάξη, το κόμμα |
- ταυτόχρονα αντρώθηκαν τα δύο πρώτα ηπειρωτικά κράτη της νεότερης ιστορίας (Theotokas) |
- στην Aθήνα ανδρώθηκε και ολοκληρώθηκε η πνευματική σοδειά του Z. (KSKonstas) |
- poem όταν συνείδηση που ανδρώθη και υπερυψώθη | πληρώσει, ως με την τελευταία της ρίζα | την ύπαρξη (Sikel)
[fr AG ἀνδρῶ (-όω) ← AG ἀνήρ, ἀνδρός]