Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανδρόγυνο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανδρόγυνο s. αντρόγυνο.
[Λεξικό Κριαρά]
ανδρόγυνον το· ανδρόγενο· ανδρόυνο· αντρόγενο· αντρόγυνο· αντρόγυνον· αντρόυνο.
  • H γυναίκα και ο άντρας σε συζυγικό δεσμό:
    • (Eρωτόκρ. A´ 39), (Θυσ. 385).

[μτγν. ουσ. ανδρόγυνον (DGE, λ. ανδρόγυνος). H λ. (ο) και ο τ. αντρόγυνο και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανδρόγυνος, -ο [an∂róyinos] adj (& αντρόγυνος)
  • hermaphroditic, androgenous (syn ερμαφρόδιτος, θηλυπρεπής):
    • αντρόγυνος θεός |
    • έφηβος συνάμα και γυναίκα, ~ μυστικός (Kazantz)

[fr AG ἀνδρόγυνος, cpd of combining form ἀνδρο- & γυνή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες