Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανδριάς ο.
-
- Ψηλός άνδρας, εύσωμος σαν ανδριάντας:
- τέκνα θαυμαστά, γίγαντες, ανδριάντες (Διγ. O 22).
[αρχ. ουσ. ανδριάς. Τ. ‑άντας σήμ.]
- Ψηλός άνδρας, εύσωμος σαν ανδριάντας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανδριάς s. ανδριάντας.