Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανα-
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανα- 2 [ana] & αν- 2 [an], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή πριν από φωνήεν & ανά- [aná] ή άν- [án], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα που συνήθ.: I1. δηλώνει τόπο, με την έννοια πάνω, προς τα πάνω. ANT κατα-: αναδύομαι· άνοδος, ανάβαση, ανάδυση· ανοδικός· αναμαλλιάρης. 2. με επιτατική σημασία: αναβοώ, ανακράζω. || αναμεταξύ. 3. με υποκοριστική σημασία: ανάλαφρος. 4. σε ρήματα και ουσιαστικά δηλώνει επανάληψη· (πρβ. επανα-, ξανα-): αναβαθμολογώ, αναβαπτίζω, αναδιανέμω, αναδιατάσσω, αναδιοργανώνω, ανακατανέμω· αναβαθμολόγηση, αναβάπτιση, αναδιανομή, αναδιάταξη, αναδιοργάνωση, ανακατανομή. 5. σε επιστημονικούς όρους: αναφυλαξία, αναβολισμός. II. σε πολλές λέξεις δεν είναι για τα νέα ελληνικά εμφανής η παραγωγή: ανάποδος, αναγουλιάζω.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀν(α)- < πρόθ. ἀνά ως α' συνθ.: αρχ. ἀνα-βλέπω, ἀνα-βλαστάνω (δες στο αναβλασταίνω) (I5: λόγ. < διεθ. ana- < αρχ. ἀνα-: ανα-φυλαξία < γαλλ. anaphylaxie)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανα-1 [ana] priv pref in nouns, adjs, & advs,
  • equivalent to priv α-/αν-:
    • un-, in-, a- (cf αν-)
  • ① adjs:
    • ανάβαθος (for equiv to άβαθος), ανάβλαβος (άβλαβος), ανάβολος (άβολος), ανάγλυκος (άγλυκος), ανάμελος (άμελος), ανασκούφωτος (*ασκούφωτος)
  • ⓐ advs:
    • ανάβαθα, ανάβολα, ανάμελα etc
  • ② nouns:
    • αναβροχιά (αβροχιά), αναβρεξιά (αβρεξιά), αναμελιά (bes αμελιά |
    • cf ανάμελος), αναδουλειά (δουλειά), αναπαραδιά (ανα- & παράδες), αναπουλιά (ανα- & πουλώ), αναψαριά (ανα- & ψάρι)

[ανα- is aggregate of αν- + α-; then ανα- became productive w. new cpds; the advs directly der fr corresponding adjs]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανα-2 [ana] (& ανε-) pref of cpd verbs, nouns & adjs,
w. several senses
  • ① up (syn προς τ' απάνω):
    • αναπηδώ, ανασηκώνω, αναβλέπω, ανάβλεμμα, ανεβάζω, ανεβαίνω
  • ② backwards, back (syn προς τα πίσω):
    • αναγυρίζω, αναχαιτίζω, ανάπλοια
  • ③ in the opposite direction (syn αντίθετα προς):
    • ανάπλωρα, αναπλωρίζω
  • ④ for a second time, again, re- (syn ξανα-, πάλι):
    • αναζώ, αναγέννηση, ανακατάταξη re-enlistment, αναμίσθωση re-letting, αναπρόσληψη rehiring
  • ⑤ intensely (syn δυνατά, εντατικά):
    • αναβοώ (αναβοΐζω), ανακράζω, αναφωνώ, αναστενάζω, αναταράζω

[Cf cpd words s. entries w. ανα-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες