Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναχώρησις η.
-
- (Προκ. για ασκητή, αναχωρητή) αποχώρηση, απομάκρυνση από την εγκόσμια ζωή:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 1399).
[αρχ. ουσ. αναχώρησις. H λ. και σήμ. (‑η)]
- (Προκ. για ασκητή, αναχωρητή) αποχώρηση, απομάκρυνση από την εγκόσμια ζωή: