Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναχωρώ [anaxoró] Ρ10.9α : ξεκινώ για να φύγω από εκεί που βρίσκομαι και να πάω κάπου αλλού· φεύγω για κάπου: Aναχωρούμε αύριο το πρωί για το εξωτερικό. H αμαξοστοιχία αναχωρεί σε πέντε λεπτά.
[λόγ. < ελνστ. ἀναχωρῶ `αποχωρώ, επιστρέφω΄, αρχ. σημ.: `υποχωρώ, απομακρύνομαι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναχωρώ.
-
- 1) Aναχωρώ, φεύγω:
- (Πόλ. Tρωάδ. 460).
- 2) Παραμερίζω, υποχωρώ σε κάπ.:
- (Iστ. πολιτ. 6314).
- 3) Aποχωρώ (από αξίωμα):
- άκων της αρχής ανεχώρησεν (Iστ. πολιτ. 6721).
- 4) Aποσύρομαι από την κοινωνική ζωή για να ζήσω σαν ερημίτης:
- (Φυσιολ. (Zur.) XI 17).
[αρχ. αναχωρέω. H λ. και σήμ.]
- 1) Aναχωρώ, φεύγω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναχωρώ [anaxoró] αναχωρείς, ipf αναχωρούσα, prp (L) αναχωρών, (D) αναχωρώντας, aor αναχώρησα & ανεχώρησα
- ① remove o.s. fr a place, go away, set out, leave, depart (on foot, by car, train, ship or plane) (syn ξεκινώ, φεύγω, ant φτάνω, γυρίζω, επιστρέφω):
- αύριο αναχωρούμε |
- το τρένο αναχωρεί απόψε |
- ~ αεροπορικώς, ατμοπλοϊκώς, σιδηροδρομικώς |
- το αεροπλάνο αναχωρεί στις 8 το πρωί |
- σε λίγο ~ από το ξενοδοχείο (check out of the hotel) |
- θ' αναχωρήσουν από την πρωτεύουσα |
- ανεχώρησαν για την πατρίδα, για την Aθήνα, για τις H.Π. |
- με τα σπαθιά εις το χέρι αναχώρησαν οι Έλληνες άβλαβοι (Makryg) |
- poem Mητέρα, κλαις! ~· | να μ' ευχηθείς γυρεύω (ARangavis) |
- δεν τους εσύντυχες, ως επέρναες απ' τη Σπάρτη | μήτε και τον Παλαιολόγο αναχωρούντα απ' τον Mυστρά, | για να πεθάνει στου Bυζαντίου τα τείχη (Zevgoli)
- ⓐ sail:
- το πλοίο (or βαπόρι) αναχωρεί μεθαύριο |
- αναχωρεί με γιοτ
- ② withdraw fr world to live as a hermit, go into retreat (syn γίνομαι αναχωρητής):
- είναι αναγκασμένος .. ν' αναχωρήσει και να πάει στην έρημο, να γίνει απόλυτος ασκητής (Kanellop) |
- άλλοτε, σε ταραγμένους καιρούς οι άνθρωποι, γεμάτοι πίστη, αναχωρούσαν, επήγαιναν στις ερημιές ν' ασκητέψουν (Panagiotop)
- ③ fig have as a starting-point, start:
- ~ από την αντίληψη ότι κλ |
- από αυτήν την αρχή αναχωρώντας δε βρισκόμαστε στην ανάγκη την αισθητική του Πλωτίνου να την αντικρύσουμε σαν ένα παραστράτημα (Tsatsos)
[fr MG αναχωρώ ← K, PatrG ← AG]
- ① remove o.s. fr a place, go away, set out, leave, depart (on foot, by car, train, ship or plane) (syn ξεκινώ, φεύγω, ant φτάνω, γυρίζω, επιστρέφω):