Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναχαιτίζω [anaxetízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.σταματώ κπ. ή κτ. που κινείται ορμητικά εναντίον μου· (πρβ. αποκρούω): Aναχαίτισαν την εχθρική επίθεση / τα αεροπλάνα του εχθρού. Οι εισβολείς αναχαιτίστηκαν. 2. (μτφ.) ανακόπτω την ανοδική πορεία: ~ τον πληθωρισμό.
[λόγ. < ελνστ. ἀναχαιτίζω, αρχ. σημ.: `ρίχνω πίσω τη χαίτη΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναχαιτίζω.
-
- Aμτβ.
- 1) (Προκ. για ποταμό) πάνω στην ορμή μου σταματώ:
- οι ποταμοί ανεχαίτιζον υπό χαράς εκείνης (Διγ. Z 2203).
- 2) (Προκ. για λόγο, συζήτηση) χάνω τη συνέχειά μου, σταματώ:
- (Δούκ. 752).
- 1) (Προκ. για ποταμό) πάνω στην ορμή μου σταματώ:
[αρχ. αναχαιτίζω. H λ. και σήμ.]
- Aμτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναχαιτίζω [anaCetízo] ipf αναχαίτιζα, aor αναχαίτισα, pass αναχαιτίζομαι, aor αναχαιτίσθηκα (subj αναχαιτισθώ & αναχαιτιστώ) (L)
- ① hold in check, to check, stop (syn αναστέλλω, ανακόπτω):
- ~ τον εχθρό block the enemy |
- ~ επίθεση throttle an offensive |
- το σπαθί δεν τον αναχαίτισε |
- οι Έλληνες αναχαίτισαν το Tουρκικό ιππικό (Varelas) |
- τα κύματα των μακαρονάδων αναχαιτίζονται από μια χούφτα νέους (ChZalokostas) |
- ο Kωνσταντίνος ο Παλαιολόγος βρήκε το θάνατο προσπαθώντας ν' αναχαιτίσει το χείμαρρο των εισβολέων (Vacalop)
- ⓐ stem, contain, check:
- ~ την πλημμύρα stem the tide |
- ~ τον κίνδυνο contain the menace |
- ~ το κύμα των μεταβολών, το ρεύμα της αλλαξοπιστίας, της λαϊκής αγανακτήσεως |
- ~ επιδημία check an epidemic |
- μπορούμε να προκαλέσομε καρκίνο ή να αναχαιτίσομε την ανάπτυξή του
- ② interrupt, stop (syn ανακόπτω, διακόπτω):
- τα αστυνομικά όργανα δεν μπορούν ν' αναχαιτίσουν το κακό |
- με την ισχυρά του θέληση αναχαιτίζει τους πειρασμούς |
- ο Tρικούπης είχε αναχαιτίσει κάπως τον φαυλοκρατισμό της εποχής του (Pallis) |
- δεν επιτρέπεται ν' αναχαιτίζομε τους άξιους στο έργο του καλού (Papanoutsos)
- ③ econ inhibit:
- πολλά εμπόδια αναχαιτίζουν την πρόοδο της οικονομίας |
- οι φορολογικοί νόμοι αναχαιτίζουν τους ηγέτες της οικονομικής ζωής στην προσπάθειά τους να εφαρμόσουν νέες μεθόδους (PSolomos)
[fr MG αναχαιτίζω ← K, PatrG ἀναχαιτίζω ← AG]
- ① hold in check, to check, stop (syn αναστέλλω, ανακόπτω):