Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναφορέας
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναφορέας [anaforéas] ο, (L) techn t.
  • ① bearing-pole, tap-holder, bearer (syn μανέλα, μαναβέλα)
  • ② elevating machine, hoisting engine, gin (syn ανυψωτήρας)

[fr kath αναφορεύς ← LMG ←K (LXX), PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες