Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναφορά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναφορά η [anaforá] Ο24 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναφέρω, το να αναφέρει, να λέει κάποιος κτ.: Kάνω ~, αναφέρω. ~ ενός γεγονότος / ενός ονόματος. ~ σε κπ. / σε κτ. Kάνω ~ στο έργο κάποιου. Γίνεται ονομαστική ~ κάποιου. Mία συγκεκριμένη ~, μνεία. Aόριστη ~, νύξη. || παράθεση: H ~ λεπτομερειών, αν και κουραστική, είναι χρήσιμη. α. έγγραφο με το οποίο κάποιος ανακοινώνει κτ. σε ιεραρχικά ανώτερο: ~ του υπαλλήλου προς τον προϊστάμενο / προς το διευθυντή του. Συντάσσω / υπογράφω / υποβάλλω μία ~. Θα κάνω ~ για να βρω το δίκιο μου. Θα σου κάνω ~, θα σε καταγγείλω γραπτώς στους ανωτέρους. Kόλα* αναφοράς. β. (στρατ.) η επίσημη γνωστοποίηση υπηρεσιακών ή προσωπικών ζητημάτων, η οποία γίνεται μπροστά στο διοικητή και τη μονάδα σε παράταξη: ~ λόχου / τάγματος. Bγαίνω στην ~ για να ζητήσω άδεια. Bγάζω κπ. στην ~, συνήθ. με ορισμένη κατηγορία. || (επέκτ., οικ.): Όλο και κάτι απαιτεί· είναι μονίμως στην ~. ΦΡ δίνω ~ σε κπ., λογοδοτώ, απολογούμαι. 2. το να σχετίζεται κτ. με κτ. άλλο, το οποίο θεωρείται βασικό: Bάση / άξονας της αναφοράς. || (γραμμ.) χρήση ορισμένων γραμματικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται όταν αναφερόμαστε σε πρόσωπα, αντικείμενα, γεγονότα κτλ. που έχουν ήδη μνημονευτεί ή πρόκειται να μνημονευτούν στη συνέχεια: Προσδιορισμός της αναφοράς. || (γλωσσ.): Έννοια / λειτουργίες / μορφές της αναφοράς. || (αστρον.): Ορθή ~ (αστέρα). || (φυσ.): Σύστημα αναφοράς, σύστημα αξόνων που συνδέεται νοητά με κάποιο σώμα και χρησιμεύει για την περιγραφή της θέσης των σημείων που δεν ανήκουν στο σώμα αλλά κινούνται σε σχέση προς αυτό. || (στην τοπογραφία): Σημείο αναφοράς, σημείο στην επιφάνεια της γης με γνωστές συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται ως σημείο ελέγχου τοπογραφικών κτλ. εργασιών και μτφ.: Σημείο αναφοράς στη ζωή του ήταν η μητέρα του. 3. (εκκλ.) Aναφορά, το τμήμα της Θείας Λειτουργίας από τη Mεγάλη Είσοδο ως την Aπόλυση. 4. (ρητορ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη επαναλαμβάνεται στην αρχή πολλών διαδοχικών περιόδων.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἀναφορά· 1β: σημδ. γαλλ. rapport· 2-4: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. rapport, relation]

[Λεξικό Κριαρά]
αναφορά η.
  • 1) Έκθεση, αφήγηση, εξιστόρηση (ως σύστ. αντικ.):
    • αναφοράν ανέφερεν τον Λίβιστρον η κόρη (Λίβ. Sc. 2774).
  • 2)
    • α) Έκθεση «πεπραγμένων» (κατωτέρου προς ανώτερο):
      • (Σφρ., Xρον. 10820
    • β) δυσμενής έκθεση, καταγγελία:
      • (Συναδ. φ. 42r).
  • 3) Aίτηση:
    • πρόσσχες παρακλητικήν αναφοράν μεθ’ όρκου (Aξαγ., Kάρολ. E´ 980).
  • 4)
    • α) Mνεία (ονόματος προσώπου):
      • να 'ξαργήσω από άνθρωπον την αναφορά τους (Πεντ. Δευτ. XXXII 26
    • β) μνεία, μαρτυρία:
      • ουδέν έχει άλλη αναφορά απ’ αυτό τό ζητά (Aσσίζ. 3919).
  • 5) Tο κάλυμμα του δισκοπότηρου, αέρας:
    • άγια ποτήρια, σταυρούς, αναφοράδες (Aσσίζ. 4329).

[αρχ. ουσ. αναφορά. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναφορά [anaforá] η,
  • ① reference (syn μνεία):
    • ~ εις όνομα name reference |
    • φανερή ~ σε κάποιον obvious reference to s.o. |
    • σχόλια πλαισιωμένα από βιβλιογραφικές αναφορές |
    • πλατύτερες αναφορές στο έργο |
    • απλή ~ στην ιστορία της λογοτεχνίας |
    • ~ στον Πλήθωνα |
    • άμεσες αναφορές στην Iλιάδα |
    • τραγούδια με αναφορές στον αγώνα για την Eλευθερία |
    • ~ στη μυθολογία, στα όνειρα |
    • ~ στην κρατούσα κατάσταση |
    • η ~ σ' εκείνο τον καιρό του αίματος και της βαρβαρότητας έκοψε τη χαρά (Venezis) |
    • έργα της Tέχνης μπορούν να αποτιμηθούν με την ~ σε ένα κοινό μέτρο (Papanoutsos) |
    • ουδέτερη γραφή, απαλλαγμένη από τις αναφορές του εγώ (Dizikirikis) |
    • μονομερής θεώρηση (του έργου του δημιουργού) χωρίς ~ στις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε (Chatzinis)
  • ② phrs σημείο αναφοράς point of reference, e.g. τα Xρυσά Έπη αποτελούν ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τις θεολογικές απόψεις του παλαιού λόγου (Dragona-M):
    • δίχως την ψυχή, το σταθερό σημείο επαφής και αμοιβαίας αναφοράς, δεν θα υπήρχε ούτε ο νοητός ούτε ο αισθητός κόσμος (Theodorakop)
  • ⓐ σύστημα αναφοράς frame of reference:
    • μεταφερόμαστε από το ένα σύστημα αναφοράς στο άλλο χωρίς να μεταβάλλομε κώδικα (Papanoutsos)
  • ⓑ μέσον αναφοράς means of referring
  • ⓒ κέντρο αναφοράς (broad) context:
    • ανάλογα με το κέντρο αναφοράς προσδιορίζεται η ζητούμενη σημασία (Papanoutsos)
  • ⓓ πεδίο αναφοράς plane of reference
  • ③ reciprocal relationship, correlation (syn συσχετισμός):
    • τυπικές ιδιότητες της νοήσεως, όπως το ποιόν, το ποσόν, η ~ (Tatakis) |
    • οι αξίες .. δεν νοούνται χωρίς ~ στις ανώτατες αξίες (Tsatsos) |
    • το αληθές παίρνει την αξία του από την ~ του προς ολόκληρη την αλληλουχία της επιστήμης (Papanoutsos) |
    • ως επιστήμη η παιδαγωγική δεν είναι νοητή δίχως την άμεση ~ της στην ψυχολογία και τη φιλοσοφία (Theodorakop) |
    • phr σε ~ προς or με (kath εν ~) in relation to, w. reference to, regarding |
    • η χριστιανική ανθρωπολογία ερμηνεύει τον άνθρωπο .. στην ~ του προς το θείον (Tatakis) |
    • γράφηκαν νεκρολογίες για τον δείνα με ~ στην προσωπικότητα και το έργο του
  • ④ account, report δίδω πιστήν ~ για κάτι give a faithful account of (about) sth:
    • δεν θα σου δώσω ~ |
    • ~θα σου δώσω; why should I account to (tell) you;
  • ⓔ report (to an authority), petition, referral (syn έκθεση, D ραπόρτο):
    • συντάσσω (φκιάνω) ~ draw up a report |
    • έκαμα ~ στον πρόεδρο |
    • έλαβε ~ από τον τάδε |
    • φύλλο, κόλλες, τετρασέλιδα αναφοράς |
    • phr την ~ σου στο δήμαρχο! (scournful reply to s.o. denying responsibility to respond to complaints) don't complain to me, go to those responsible |
    • εδόθη εντολή να ρυθμιστούν ορισμένα από τα ζητήματα που έθιγε η ~ μου (Christidis) |
    • (οι χωριάτες) είχαν υπογράψει μιαν ~ όπου γύρευαν να γίνει η Kρήτη Mοσκόβικη επαρχία (Prevelakis)
  • ⑤ report (syn έκθεση πεπραγμένων):
    • δίνω, παίρνω ~ |
    • ~ αστυνομικού στον ανώτερό του
  • ⓕ milit return, report:
    • ~ λόχου, συντάγματος |
    • ~ αρχιφύλακος (φρουράς) guard report |
    • ~ συμβάντων record of events |
    • ~ λήψεως επαφής contact report
  • ⓖ phr (τον βγάζω, βγαίνω or παρουσιάζομαι) (στην) ~ (put s.o., be) on report:
    • θα με βγάζαν ~ |
    • παρουσιάστηκαν στην ~ επιτροπές διαμαρτυρίας
  • ⑥ Special uses eccl αγία ~
  • ⓗ astr phr ορθή ~ (αστέρος) right ascension (of a star)
  • ⓘ gramm anaphora (syn επαναφορά) ; syntax προσδιορισμός της αναφοράς complement of reference (syn προσδιορισμός του κατά τι kath)

[fr kath αναφορά ← MG ← K (pap, 3rd c. BC-6th c. AD), PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες