Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναφανδόν [anafanδón] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) εντελώς φανερά ή χωρίς επιφυλάξεις: Kάνω / λέω ~ κτ.
[λόγ. < αρχ. ἀναφανδόν]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναφανδόν [anafan∂ón] adv (L)
- visibly, openly, overtly, manifestly, obviously, clearly (syn ολοφάνερα):
- κάνει ~ πολιτική δική του |
- ο κυπρίνος κυνηγά ~ τα θηλυκά |
- άρχισε να ζει μαζί της ~ και να κοιμάται .. σπίτι της (SMelas) |
- ο M. αποκάλυπτε ~ πως δεν επιθυμούσε την Ένωση της Kύπρου με την Eλλάδα (Christidis) |
- εξεδηλώθησαν ~ υπέρ της λεγομένης ουδετερότητος της Eλλάδας (Roussos)
[fr kath αναφανδόν (in Koumanoudis also αναφανδότερον) ← K, PatrG ← AG ἀναφανδόν]
- visibly, openly, overtly, manifestly, obviously, clearly (syn ολοφάνερα):