Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατριχίλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανατριχίλα η [anatrixíla] Ο25α : η αίσθηση ή η εντύπωση που έχει κάποιος ότι οι τρίχες του σώματός του σηκώνονται όρθιες εξαιτίας ενός έντονου αισθήματος ή συναισθήματος, ιδίως δυσάρεστου: Ένιωσε δυνατή ~ σ΄ όλο του το κορμί, όταν είδε το θεριό. Φέρνω / προκαλώ ~ σε κπ. || (συνήθ. πληθ.) ρίγος που προέρχεται από πυρετό: Aισθάνομαι / μου έρχονται / μ΄ έπιασαν ανατριχίλες.

[ανατριχ(ιά < ανατριχ(ιάζω) -ιά) -ίλα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανατριχίλα [anatriçíla] η,
  • shudder, shiver, chill, quiver, creeps, thrill (syn ανατρίχιασμα, ρίγος):
    • ~ του κορμιού |
    • σύγκορμη ~ |
    • ένοιωσε μια ~ να του περνάει τα κόκκαλα |
    • ~ του ωραίου, της χαράς, της προσδοκίας, του φόβου |
    • με πιάνουνε σύγκρυα κι ανατριχίλες |
    • απόμεινα ασάλευτος .. μ' ανατριχίλες να με περουνιάζουν σύγκορμο (Karagatsis) |
    • μόνο οι ακαθόριστες εικόνες μάς δίνουν την ~ του ωραίου (Palam) |
    • poem στη λίμνη μέσα ελούστηκε | και στο νερό εχύθη η ~ (Moraitinis) |
    • .. και των δεντρών τα φύλλα, | που τα χαϊδεύει απαλά κάθε πνοή τ' αγέρα, | αργοκινούνται ― τα 'πιασε, θαρρείς, ~ (Karyotakis)

[der of *ανατριχία (whence ανατριχιά) w. suff -ίλα; cf dial syn ανατριχιάδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες