Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασκευαστικός -ή -ό [anaskevastikós] Ε1 : που είναι ικανός ή κατάλληλος για να ανασκευάζει: Aνασκευαστικά επιχειρήματα.
[λόγ. < αρχ. ἀνασκευαστικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκευαστικός, -ή, -ό [anascevastikós] (L)
- refutatory:
- οι καταγγελθέντες ανώτατοι λειτουργοί εδημοσίευσαν τις ανασκευαστικές τής κατηγορίας απαντήσεις των (Kolyva)
[fr MG ανασκευαστικός ← K, AG ἀνασκευαστικός]
- refutatory: