Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναρπάζω.
-
- Aρπάζω με βίαιο τρόπο:
- (Bίος Aλ. 4244).
[αρχ. αναρπάζω. H λ. και σήμ. ποντ.]
- Aρπάζω με βίαιο τρόπο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρπάζω [anarpázo] (& αναρπώ & αναρπάω) aor ανάρπαξα & ανάρπασα (subj αναρπάξω & αναρπάσω), pass αναρπάζομαι, aor
- L ανηρπάγη (L) seize, grab, snatch up or away, carry off:
- τ' ανάρπαξε τα τσαρούχια με λαχτάρα, τους χάιδεψε τις φούντες (Athanas) |
- τρέμει μήπως τον αναρπάσουν (τα εκτυφλωτικά χρώματα) και τον καθηλώσουν στην επιφάνεια (Panagiotop) |
- ο κοινός αποδέκτης επιθυμεί να κατακτηθεί χωρίς δυσκολία, ν' αναρπαγεί .. από τη λέξη της ποίησης (id.) |
- το περιεχόμενο της συλλογής .. δεν ανηρπάγη από τους Bουλγάρους στα δίσεχτα χρόνια της κατοχής (Bakalakis) |
- σαν άλλος Παύλος αναρπάζεται απομέσα από την ερημική του κατοικία για τις περιοχές της εκστάσεως (ab angelo raptus ad ecstasim) (Papatsonis) |
- συγκλονίζει τον αναγνώστη αναρπάζοντάς τον εκόντα άκοντα στο στρόβιλο της ιστορίας του διχασμού |
- poem ο θάνατός σου, φίλε, ζηλευτός |
- | σ' ανάρπαξε της δόξας ο αετός (Athanas) |
- αυτά έλεγα, οπότε, να! ανηρπάγην | (πιο γρήγορα και απ' ό,τι το φανταζόμουν |..|.. από ένα πνεύμα (Papatsonis, Hoelderlin)
[fr MG αναρπάζω ← K, AG]
- L ανηρπάγη (L) seize, grab, snatch up or away, carry off: