Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρμοστία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναρμοστία [anarmostía] η, (L)
  • incongruity, incompatibility:
    • η φιλοσοφία σπουδάζει τα πάθη της ψυχής και όλη την ~που δημιουργούν, για να μπορέσει να τα υποτάξει στην κυβέρνηση του λόγου (Theodorakop) |
    • o Πλάτων αρνιέται να παραδεχτεί την αρρυθμία και την ~, δηλαδή την ασχήμια στην τέχνη (Andronikos)

[fr AG (Plato), der of ἀνάρμοστος; cf PatrG ἀναρμοστία 'disharmony']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες