Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αναποιώ.
  • Ενεργώ, πραγματοποιώ:
    • ανεποίησαν και την συμπεθερίαν (Xρον. Tόκκων 1172).

[αρχ. αναποιέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες