Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπνοή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπνοή η [anapnoí] Ο29 : 1.η λειτουργία με την οποία οι ζωντανοί οργανισμοί παίρνουν οξυγόνο και αποβάλλουν διοξείδιο του άνθρακα: H ~ των ζώων / φυτών. || (βιολ.): Πνευμονική / τραχειακή / βραγχιακή ~. Άδηλη ~, που γίνεται από τους πόρους του δέρματος ή των φύλλων. 2. η αναπνοή των ζώων ή του ανθρώπου, η οποία γίνεται με τη βοήθεια των πνευμόνων: Παίρνω ~, αναπνέω. Kρατώ / βαστώ την ~ μου, δεν αναπνέω. Kόβεται / πιάνεται η ~ μου, σταματά. Tεχνητή ~, κινήσεις και άλλες ενέργειες, για να ξαναρχίσει η σταματημένη αναπνοή κάποιου. || ο θόρυβος που προκαλεί η αναπνοή: Ήσυχη / αδύνατη / δυνατή / σφυριχτή ~. Aφουγκράζεται την ~ του παιδιού που κοιμάται. α. η εισπνοή: Πήρε μια βαθιά ~. β. η εκπνοή και ιδίως ο αέρας που βγαίνει: Οδοντόκρεμα που δίνει δροσερή ~. Aίθουσα / δωμάτιο γεμάτο αναπνοές. (έκφρ.) σε απόσταση* αναπνοής. 3. (μτφ., σπάν.) ξεκούραση ή ανακούφιση: Παίρνω ~, ξεκουράζομαι ή ανακουφίζομαι.

[αρχ. ἀναπνοή]

[Λεξικό Κριαρά]
αναπνοή η· αναπνοά.
  • 1)
    • α) Eισπνοή και εκπνοή:
      • (Φυσιολ. (Zur.) XXI 34), (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [376]
    • β) (στον πληθ. προκ. για θυμό) συχνή αναπνοή:
      • (Θησ. Θ´ [45]
    • γ) εκπνοή:
      • (Aιτωλ., Mύθ. 12511
    • δ) (σε τρυφερή προσφών.):
      • (Διγ. Esc. 540 κριτ. υπ).
  • 2) Δύσπνοια (αρρώστια των γερακιών· πβ. ανάπνευσις):
    • (Oρνεοσ. αγρ. 52327).
  • 3) (Mεταφ.) ανάπαυλα, ανακούφιση από δεινά:
    • έχεις καιρόν αναπνοής, έχεις καιρόν αδείας (Γλυκά, Στ. 575
    • να έχω σε αναπνοήν και παραμύθιόν μου (Σπαν. V 17).

[αρχ. ουσ. αναπνοή. O τ. πιθ. τον 9. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπνοή [anapnoí] η,
  • ① physiol inhalation and exhalation, breathing, respiration (syn ανάσα):
    • ~ με το στόμα |
    • βραγχιακή, πνευμονική, τραχειακή ~ |
    • ~ των ιστών tissue respiration |
    • οι αναπνοές των ανθρώπων |
    • η ~ των φύλλων |
    • τεχνητή ~ (α) artificial respiration (β) respiration by inhaling w. an oxygen mask |
    • τελευταία (or στερνή) ~ last breath |
    • poem την ύστερη έβγαλε ~ (Solom) |
    • βαστώ, κρατώ την ~ μου I hold my breath |
    • ο κόσμος κρατούσε την ~ του |
    • παίρνω (βαθιά or μεγάλη) ~ I take a (deep) breath |
    • πήρε μια ~ και ξαναβούτηξε στο νερό |
    • πήρα κάτι βαθιές αναπνοές (Prevelakis) |
    • το κατάπια χωρίς να πάρω ~ |
    • πιάνεται η ~ μου I have difficulty in breathing (syn έχω δύσπνοια) |
    • μου πιάστηκε η ~ I was out of breath |
    • προχωρούσαμε με κομμένη, με δύσκολη την ~ (Charis)
  • ② rest, respite (near-syn ανακούφιση, ανάπαυλα, ξεκούραση):
    • phrs w. παίρνω |
    • παίρνω ~ (ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι λίγο) |
    • πήρα ~ I caught my breath, I had a respite |
    • δεν παίρνει ~ doesn't have a free moment to rest |
    • η δουλειά δε μ' αφήνει ~ να πάρω work doesn't permit me a rest |
    • ξαναβρίσκω την ~ μου I catch my breath, I get some rest

[fr MG αναπνοή ← K, PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες