Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπλήρωση η [anaplírosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπληρώνω: Aνάγκη αναπλήρωσης του πρωθυπουργού.
[λόγ. < αρχ. ἀναπλήρω(σις) `συμπλήρωση΄ -ση σημδ. γαλλ. suppléance]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπλήρωση [anaplírosi] η, gen αναπληρώσεως, (L)
- replacemente, substitution:
- η επεξεργασία της ζωής θεωρείται σαν αδιάκοπη φθορά, που απαιτεί και αδιάκοπη ~ (Louros) |
- τα ζώα παρουσιάζουν μακροζωία .. μέσα αναπληρώσεως της φθοράς (id.) |
- ο στρατηγός μετέσχε σ' ~ του πρωθυπουργού |
- την αλλοπαθητική θεραπεία των παθών μπορούμε να την ονομάσουμε λύτρωση με την ~ της ζωής (Papanoutsos) |
- υπερβολή σημαίνει ~ του ποιού με κάτι εξωτερικό, το ποσό, με τον αριθμό (Melas)
[fr MG, ByzG αναπλήρωσις ← K, AG (Aristotle) ἀναπλήρωσις]
- replacemente, substitution: