Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναξιόπιστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναξιόπιστος -η -ο [anaksiópistos] Ε5 : που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, που δεν μπορεί κανείς να τον πιστέψει ή να βασιστεί σε αυτόν. ANT αξιόπιστος: Ο μάρτυρας θεωρήθηκε από το δικαστήριο ~. Mη στηρίζεσαι στις υποσχέσεις του, γιατί είναι εντελώς αναξιόπιστο πρόσωπο. H πηγή των πληροφοριών του / η μαρτυρία του είναι αναξιόπιστη. || (ειδικότ.) που δεν είναι συνεπής στις οικονομικές υποχρεώσεις του, που δε δίνει εγγυήσεις εμπορικής πίστεως· αφερέγγυος. αναξιόπιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀναξιόπιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναξιόπιστος, -η, -ο [anaksiópistos] (L)
  • untrustworthy, unreliable (ant αξιοπίστευτος, αξιόπιστος):
    • ~ μάρτυρας |
    • αναξιόπιστη πηγή πληροφοριών |
    • είναι ~ he is not to be trusted, is untrustworthy |
    • αναξιόπιστες ειδήσεις |
    • αναξιόπιστη συντηρητική κυβέρνηση |
    • εκείνος που συνειδητά λέει ψέμματα είναι ~ |
    • στρατάρχης .. μισητός στους Kυπρίους και ~ στους Bρετανούς (Christidis)
  • ⓐ commerce lacking or not worthy of credit:
    • η επιχείρηση αυτή κρίθηκε αναξιόπιστη that business was judged to be a poor credit risk

[fr MG αναξιόπιστος ← AG ἀναξιόπιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες