Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναξιοπαθής -ής -ές [anaksiopaθís] Ε10 : που δυστυχεί, που υποφέρει κυρίως από ανέχεια, χωρίς να το αξίζει, χωρίς να είναι υπεύθυνος για την κατάστασή του: Mέριμνα για τους αναξιοπαθείς πολίτες. ~ λαός / χώρα. || (ως ουσ.) ο αναξιοπαθής.
[λόγ. αναξιο(πάθεια) -παθής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναξιοπαθής, -ής, -ές [anaksiοpaθís] (L)
- suffering undeservedly, unmeritedly (syn αναξιοπαθών):
- αδελφότητες .. οι οποίες αποβλέπουν κυρίως στην ηθική και οικονομική ενίσχυση αναξιοπαθών μελών (Vacalop)
[cpd of ανάξια & -παθής, 2nd component of adjs in -παθής; cf K αἰσχροπαθής, MG μεγαλοπαθής etc]
- suffering undeservedly, unmeritedly (syn αναξιοπαθών):